Ένα έργο για τον έρωτα και τη μοναξιά, για τις σχέσεις των σημερινών νέων με την παλιότερη γενιά, για την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που έχουν τη μανία να χτίζουν τοίχους απομόνωσης αντί για γέφυρες επαφής. Το έργο αναφέρεται στην τρυφερή φιλία που συνδέει τον δεκαοχτάχρονο και απελπισμένο Χάρολντ και την ογδοντάχρονη, αλλά ολοζώντανη Μώντ, που τελικά τον συμφιλιώνει με τη ζωή. Αυτή η γέφυρα επικοινωνίας δύο μακρινών μεταξύ τους γενεών γίνεται ένας ύμνος για τη ζωή που σφύζει από αγάπη, αυθορμητισμό και ζωντάνια. Η Μώντ καταφέρνει να μεταδώσει αισιοδοξία και πίστη σ' ένα νέο παιδί που αδυνατεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Ο Χάρολντ μαθαίνει να γελάει, να τραγουδάει , να χορεύει, να σκέφτεται αυθόρμητα, να αποδέχεται και να γνωρίζει τον εαυτό του. Όταν η Μώντ παίρνει δηλητήριο και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της, επειδή νιώθει ότι δεν έχει τίποτα πια να της προσφέρει, ο Χάρολντ μένει μόνος και συντριμμένος. Τώρα πια όμως, είναι ένα διαφορετικό άτομο που γνωρίζει την ανθρώπινη επικοινωνία και την αγάπη του συνανθρώπου και είναι έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι του στη ζωή.