Τα δύο αυτά μονόπρακτα, αν και γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, έχουν ένα κοινό σημείο: αναφέρονται στο κοινωνικό φαινόμενο της καταπίεσης της γυναίκας και διερευνούν την ανθρώπινη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και την αδυναμία αντίδρασης στον τρόπο ζωής που επιβάλλεται σ' ένα άτομο από πρόσωπα και καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Στο πρώτο μονόπρακτο ένα αντρόγυνο και ένας νέος κλείνονται στο ασανσέρ. Η αναγκαστική συνύπαρξη μέσα σ' έναν μικρό και αποπνιχτικό χώρο και η καταλυτική παρουσία του νέου, ενός ατόμου απελευθερωμένου από προκαταλήψεις και συμβατικότητες, βγάζει στην επιφάνεια τα προβλήματα που υπάρχουν στο αντρόγυνο, γκρεμίζει το μύθο του ευτυχισμένου ζευγαριού και τους κάνει να αποβάλλουν τα απωθημένα που κρύβουν μέσα τους. Ο άντρας, μπροστά στην επανάσταση της γυναίκας αποκαλύπτεται άβουλος κι αδύναμος, έτοιμος ν' αρνηθεί τις ιδέες του, ώσπου στο τέλος μένει φοβισμένος μπροστά στην εικόνα του πραγματικού του εαυτού. Στο δεύτερο μονόπρακτο η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από μια συμβατική οικογένεια. Η μητέρα, καταπιεσμένη σ' όλη της τη ζωή από έναν αυταρχικό σύζυγο, θέλει να παντρέψει την κόρη της μ' έναν μεσήλικα απόστρατο και μεθύστακα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα δικά της αισθήματα. Τελικά, πετυχαίνει το στόχο της και προσφέρει την κόρη της θυσία στη βολεμένη ζωή.