Αν οι ιστορίες μας ζωντάνευαν στο θέατρο. Αν όσα γράφαμε στα sms τα πιστεύαμε κιόλας. (Πόσα 'ευχαριστώ', 'καλημέρα', 'καληνύχτα' δεν θα είχαν πάει χαμένα!) Αν μπορείς να πιστέψεις πως άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ τους, ακούν κάθε μέρα ραδιόφωνο την ίδια ώρα για να παίξουν. Αν τα παιχνίδια μας δεν έσπαγαν ποτέ ή έσπαγαν και μετά τα κολλούσαμε και ήταν σαν καινούρια. Αν ο θάνατος είναι ένα καινούριο ρούχο μου το φοράς για να δεις αν σου πηγαίνει. Αν πηγαίναμε στο σπίτι του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αν φοβόσουν το χάλυ γκάλυ. Αν κοιμόσουν τραγουδώντας για να ξυπνήσεις χορεύοντας. Αν κάτω από τις σκιές των αγαλμάτων δίναμε ένα κλεφτό φιλί. Αν τα αγάλματα χόρευαν. Αν οι άνθρωποι δεν κοιτούσαν ο ένας τα παπούτσια του άλλου. Αν δεν υπήρχε ένα πράσινο δωμάτιο με κλειδωμένες τις πόρτες. Αν οι νεκροί μιλούσαν και οι ζωντανοί δεν είχαν τι να φοβηθούν. -Δεν θα έκλαιγες; -Δεν θα γελούσες; -Δεν θα κυνηγούσες κάποιον σαν τρελός; -Δεν θα εμπιστευόσουν την ελπίδα ανέλπιδα; -Δε θα ξεφάντωνες σε ένα γλέντι με αναμνήσεις της πόλης και της καρδίας – σε μια γιορτή οπού δεν θέλουμε θλιμμένους; Γιάννης Παρασκευόπουλος