Αδυνατώντας να βρει στους ποιητές του πάνω κόσμου αυτόν που θα μπορούσε άξια να καθοδηγήσει την αγαπημένη του πόλη μακριά από την καταστροφή, ο Διόνυσος αποφασίζει να κατέβει στον Άδη για να φέρει πίσω τον Ευριπίδη. Επισκέπτεται τον Ηρακλή, ο οποίος είχε ταξιδέψει στον Άδη στο παρελθόν για να φέρει στη γη τον Κέρβερο, και του ζητά πληροφορίες για το ταξίδι. Μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή, ο Διόνυσος μαζί με τον δούλο του Ξανθία, φτάνει στην Αχερουσία λίμνη, το σύνορο του Κάτω Κόσμου. Στις όχθες της λίμνης μια συντροφιά εκκωφαντικών βατράχων φέρνει τον Διόνυσο αντιμέτωπο με την πρώτη του δοκιμασία: έναν αγώνα ενάντια σε ενθουσιωδώς παράφωνους λαρυγγισμούς που λήγει, φυσικά, αν και λίγο ανορθόδοξα, με την τελική επικράτηση του θεού. Στην άλλη όχθη της λίμνης, περνώντας πια στο βασίλειο του Πλούτωνα, ο Διόνυσος και ο Ξανθίας συναντούν έναν χορό ευτυχισμένων νεκρών: είναι αυτοί που όσο ζούσαν είχαν μυηθεί στα Ηλευσίνια Μυστήρια, εξασφαλίζοντας έτσι αιώνια ευδαιμονία. Στην πορεία του ταξιδιού, η μεταμφίεση του Διονύσου σε Ηρακλή αποδεικνύεται απροσδόκητα ασύμφορη. Το πέρασμα του Ηρακλή από τον Άδη έχει αφήσει τραυματικές εντυπώσεις στους περισσότερους ενοίκους του, που τον θυμούνται με οργή σαν κλέφτη και απατεώνα. Θέλοντας να αποφύγει την εκδίκησή τους, ο πανικοβλημένος Διόνυσος αρχίζει ένα παιχνίδι ανταλλαγής ρόλων με τον δούλο του Ξανθία, το οποίο όμως φέρνει διαρκώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ο θεός επιδιώκει. Όταν πια φτάνει σε αδιέξοδο, ο Διόνυσος επιχειρεί να αποκαλύψει την αληθινή του ταυτότητα χωρίς ωστόσο να γίνει πιστευτός. Ο Ξανθίας, αγανακτισμένος με τη συμπεριφορά του αφεντικού του, εκμεταλλεύεται όσο μπορεί τις καταστάσεις για να τον υπονομεύσει. Διόνυσος και Ξανθίας αναγκάζονται να υποστούν μια δοκιμασία ξυλοδαρμού, προκειμένου να εξακριβωθεί ποιος από τους δύο είναι τελικά ο αληθινός θεός. Η δοκιμασία αποβαίνει άκαρπη και το θέμα παραπέμπεται στη διαιτησία του Πλούτωνα. Κύρης και δούλος οδηγούνται στα ενδότερα του παλατιού. Μετά από την παράβαση, όπου ο χορός των μυστών σχολιάζει την πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας, μαθαίνουμε για την αναταραχή που προέκυψε στον Άδη τον τελευταίο καιρό: Όταν έφτασε ο Ευριπίδης, διεκδίκησε τη θέση του κορυφαίου ποιητή, που μέχρι τότε ανήκε στον Αισχύλο. Ο Διόνυσος καλείται τώρα να λύσει τη διαφορά μεταξύ των δύο ποιητών και γίνεται κριτής σε έναν ανελέητο αγώνα, όπου η αισθητική μονομαχία συγκεράζεται με το ζύγι του μπακάλη και την εμπάθεια μιας αθλητικής αναμέτρησης. Ο αγώνας αποβαίνει άκαρπος. Ο Διόνυσος δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος από τους δύο ποιητές είναι ο πιο άξιος να αναστηθεί. Τελικά, αποφασίζει να διαλέξει 'αυτόν που ποθεί η ψυχή' του και επιλέγει τον Αισχύλο. Μαζί αναχωρούν για τον κόσμο των ζωντανών.