Όταν ο Don Giovanni, «νεαρός ιππότης, άκρως ακόλαστος» κατά το λιμπρέτο του Da Ponte, εισχωρούσε σε προχωρημένη ώρα της νύκτας στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Donna Anna και επιχειρούσε να της επιβάλει μιαν ερωτική προσέγγιση από αυτές με τις οποίες συνήθιζε να γεμίζει τις ελεύθερες ώρες του, δεν γνώριζε ότι έθετε σε κίνηση έναν μηχανισμό που στο εγγύτατο μέλλον θα έθετε τέλος στον έκλυτο βίο του. Τον ματαιωμένο πλησιασμό θα ακολουθήσουν ένας φόνος, η ατυχής συνάντηση με μια από τις προσφάτως εγκαταλελειμμένες γυναίκες, η ερωτοτροπία με μια θελκτική χωριατοπούλα παρουσία του μνηστήρα της, η διοργάνωση μιας ευωχίας προκειμένου να διευκολυνθεί μια απόπειρα βιασμού με αξιοθρήνητη κατάληξη, η επίσκεψη ενός νεκροταφείου, ο διάλογος με ένα ταφικό μνημείο, η πρόσκληση ενός νεκρού σε δείπνο και η καταβύθιση στις φλόγες της κολάσεως. «Όπως τα ετερόφωτα σώματα ενός ηλιακού συστήματος δεχόμενα το φως από τον κεντρικό ήλιο έχουν μόνον μια φωτισμένη πλευρά έτσι και τα πρόσωπα σε αυτό το έργο φωτίζονται μόνον από μία πλευρά τους, από εκείνη που είναι στραμμένη προς τον Don Giovanni. Μόνον μία πτυχή της ζωής τους δέχεται φως, οι άλλες είναι σκοτεινές και αόρατες», έγραφε ο S. Kierkegaard, λάτρης και μανιώδης ακροατής του «Don Giovanni» του Mozart.