Σ’ αυτή την πόλη τα πράγματα εξαφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Θα δεις. Σύντομα θα εξαφανιστεί κάτι από την ζωή σου. Αλλά μην ανησυχείς, δεν προκαλεί πόνο αυτή η εξαφάνιση, δεν θα σου φέρει καν λύπη. Ένα πρωί απλώς θα ξυπνήσεις και θα έχει τελειώσει, πριν καν το καταλάβεις. Θα είσαι ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια και θα νιώσεις ότι κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με χθες το βράδυ και τότε θα καταλάβεις ότι έχασες κάτι, ότι κάτι εξαφανίστηκε από την πόλη. Μετά από κάθε εξαφάνιση, η πόλη είναι σε αναστάτωση. Οι άνθρωποι μαζεύονται σε μικρές ομάδες και μιλάνε για τις μνήμες τους σε σχέση με αυτό που χάθηκε. Υπάρχει πόνος και ενός είδους θλίψη και ο ένας προσπαθεί να παρηγορήσει τον άλλον. Αν αυτό που χάθηκε είναι αντικείμενο, μαζεύουμε τα αντικείμενα και τα καίμε ή τα θάβουμε ή τα ρίχνουμε στη θάλασσα. Αλλά κανείς δεν το κάνει θέμα, σε μερικές μέρες έχει τελειώσει. Σύντομα, όλα είναι όπως παλιά, σαν να μην συνέβη τίποτα, και κανείς δεν μπορεί καν να θυμηθεί τι ήταν αυτό που εξαφανίστηκε. Την μέρα που εξαφανίστηκαν τα αρώματα, μαζευτήκαμε μπροστά στη θάλασσα, ανοίξαμε τα μπουκαλάκια και ρίξαμε το περιεχόμενό τους βλέποντας το άρωμα να διαλύεται μέσα στο νερό. Μερικά κορίτσια κρατούσαν τα μπουκαλάκια κοντά στη μύτη τους για τελευταία φορά - η ικανότητά τους να μυρίσουν το άρωμα είχε ήδη αδυνατίσει, μαζί με την μνήμη τους του τι σήμαινε η λέξη άρωμα. Η θάλασσα μύριζε για δυο-τρεις μέρες και πέθαναν μερικά ψάρια. Αλλά κανείς δεν φαινόταν να δίνει σημασία. Βλέπεις, η ίδια η έννοια του αρώματος είχε εξαφανιστεί από το κεφάλι τους.