Τρεις άνθρωποι κλεισμένοι στη φυλακή της ψυχής τους, παλεύουν αδιάκοπα για τη φυγή που τους λυτρώνει από την πραγματικότητα. Μια ανάπηρη κοπέλα, η Λάουρα, μαραίνεται στο ασφυκτικό περιβάλλον του σπιτιού της, η μητέρα της Αμάντα, μέσα στην αφέλειά της, καταβάλλει μάταιες προσπάθειες να την παντρέψει και ο αδερφός Τόμ υποφέρει μέσα σ' αυτή τη μιζέρια, που είναι διάχυτη στο περιβάλλον του σπιτιού του. Ο συγγραφέας λέει ότι το έργο είναι μια αναπόληση. Ο καθένας ζει στο δικό του κόσμο και προσπαθεί να δραπετεύσει με τον δικό του τρόπο: Η Αμάντα καταφεύγει στο παρελθόν της, η Λάουρα στο όνειρο και ο Τόμ στις ψευδαισθήσεις και τελικά στην υλική φυγή. Όλοι τους καταφεύγουν στη φαντασία για να πλάσουν έναν κόσμο όπως θα ήθελαν να είναι και μια εικόνα του εαυτού τους όπως ονειρεύονται να είναι. Ο κόσμος αυτός αποδεικνύεται σαθρός, η εικόνα πλαστή και η σύγκρουση με την πραγματικότητα είναι αναπόφευκτη.