Προσκεκλημένος της ΕΡΑ Κοζάνης, που αποτελεί και χορηγό επικοινωνίας του ΚΘΒΕ, βρέθηκε σήμερα ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης Θανάσης Σαράντος καθώς το «Ταξίδι μιας Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα» που ανεβαίνει σε απόδοση Νίκου Γκάτσου με πρωταγωνιστές την Βέρα Κρούσκα, τον Πέρη Μιχαηλίδη, τον Χρήστο Διαμαντούδη και την Σταυριάνα Παπαδάκη, δίνει ραντεβού στο Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο της Κοζάνης, μιας πόλης «με υψηλή θεατρική παιδεία κι ένα εξόχως θεατρόφιλο κοινό», όπως την χαρακτήρισε καθώς δύο χρόνια πριν εισέπραξε την αγάπη του κόσμου με την παράσταση «Ο Αμερικάνος» του Παπαδιαμάντη.
Εξηγώντας εν αρχή τη συνθήκη που βίωσαν οι άνθρωποι του θεάτρου λόγω της πανδημίας, ο κος Σαράντος υπογράμμισε:
Ο δικός μας χώρος έχει πληγεί ιδιαίτερα, αλλά παρατηρήσαμε σ’ αυτές τις λίγες παραστάσεις που κάναμε ως τώρα, το κοινό να επιθυμεί διακαώς να παρακολουθήσει ζωντανά θεατρικές παραγωγές.
Φυσικά υπάρχει ο φόβος πάντα, δεν το κρύβω.
Όμως στο τέλος, όταν τους βλέπεις να σηκώνονται όρθιοι να χειροκροτούν παρατεταμένα, είναι δείγμα γραφής πως όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος.
Με υγειονομικούς κανονισμούς ευλαβικά τηρούμενους, η διάδραση επιτυγχάνεται στο έπακρο.
Θέλω να τονίσω και κάτι άλλο που με εντυπωσίασε.
Καθώς πρόκειται για ένα έργο που έχει γραφτεί 80 χρόνια πριν, ένα έργο γραμμένο σε ξένη γλώσσα, που αποδόθηκε από τον Νίκο Γκάτσο εξαίρετα, που θίγει τον πυρήνα της οικογένειας, έναν Αύγουστο του 1912, δεν περίμενα ότι ο κόσμος θα ταυτιστεί τόσο μαζί του.
Κι όμως, είναι η θεματική που διαδραματίζεται στο περίκλειστο σπιτικό της οικογένειας που παρακολουθούμε, όπου παραπέμπει στον εγκλεισμό όλων μας πρόσφατα, γεγονός το κάνει τραγικά επίκαιρο.
Κι εμείς αναγκαστήκαμε να ζήσουμε πολύ καιρό συνέχεια μαζί μέσα, να δοκιμαστούμε κι εμείς κι οι δεσμοί που φτιάξαμε.
Επίσης καθώς έχει εντυπωμένες τις σχέσεις μεταξύ αδερφών σε μια κοινωνία οικογένειας, αλλά και τις ισορροπίες μεταξύ αυτών και των γονιών, οι νέοι κυρίως θεατές αγάπησαν πολύ το έργο και με εντυπωσίασε πολύ.
Φυσικά στην οικογένεια Τάιρον, υπάρχουν ιδιαιτερότητες όπως η εξάρτηση της μητέρας από τη μορφίνη και των ανδρών απ’ το αλκοόλ, όμως, αυτό δεν απέτρεψε την ταύτιση που προανέφερα.
Το έργο είναι αυτοβιογραφικό.
Αφορά στην πραγματική ιστορία των γονιών και του ίδιου του συγγραφέα.
Τους Τάϊρον όμως, θα μπορούσαμε να τους δώσουμε οποιοδήποτε όνομα και να τους συναντήσουμε σε οποιαδήποτε εποχή και κοινωνία.
Αυτές έρχονται και παρέρχονται, ο άνθρωπος όμως, τα προβλήματα, οι ιδέες, τα όνειρα, οι αξίες, τα οράματα, οι παιδωμές του δεν αλλάζουν ποτέ.
Γι’ αυτό και η εναλλαγή συναισθημάτων και δράσης είναι τόσο έντονη.
Αν και πρόκειται για τραγωδία δωματίου, ως εκ τούτου δράση φαινομενικά δεν υπάρχει, είναι καταιγιστικός ο ρυθμός της δράσης των συναισθημάτων, αν αναλογιστείτε ότι σε μόνο μία σελίδα ο Ο’ Νηλ κατορθώνει και μας περνά απ’ την αγάπη στο μίσος, τη συγχώρεση, τον θυμό, την απογοήτευση…
Γι’ αυτό και οι ήρωές του, αυτά τα φαντάσματα του δικού του παρελθόντος που τα κατέγραψε σε ιστορία, οκτώ έτη πριν τον θάνατό του, ως ένα προσωπικό χρέος αναφοράς στη δική του οικογένεια, στέκουν ικανότατα στο σήμερα.
Αν και Ιρλανδοί στην καταγωγή οι πρωταγωνιστές είναι και ..λίγο Έλληνες.
Εξάλλου οι Ιρλανδοί, όχι αδίκως, λέγονται «Έλληνες του βορρά» καθώς τα κοινά χαρακτηριστικά μας γνωρίσματα είναι πολλά.
Είναι παρορμητικός λαός όπως κι εμείς.
Εκεί που θυμώνουν φιλιώνουν, είναι πολύ εξωστρεφείς και συναισθηματικοί, διατηρούν πανομοιότυπο μεσογειακό ταμπεραμέντο, αγαπησιάρηδες κι εκρηκτικοί συνάμα.. κι όλα αυτά είναι στοιχεία που αναδύονται στην παράσταση, αν και ο τόπος δράσης της δεν είναι η Ιρλανδία μα η Αμερική.
Ζητούμενο όσων εργαστήκαμε με μεράκι στο ΚΘΒΕ για το έργο αυτό, ήταν να μεταφέρουμε όλη την εικόνα του καιρού εκείνου…
Έτσι λοιπόν το σκηνικό που δημιουργήθηκε με κέφι απ’ τους τεχνικούς μας προσομοιάζει με απαράμιλλη ακρίβεια στην οικία του Ο’ Νηλ, ένα σπίτι ολόκληρο το σκηνικό μας εποχής 1912…
Κι ο θεατής είναι σαν να κοιτά απ’ την κλειδαρότρυπα σχεδόν κινηματογραφικά καθ’ όλη τη διάρκεια της Αυγουστιάτικης μέρας που ξεκινά απ’ τις 8.30 το πρωί και περατώνεται μαζί και το έργο λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο Νέο Λονδίνο του Κονέκτικατ με ομίχλη στο τοπίο καθώς αφορά σε γη δίπλα στο ποτάμι κι η υγρασία γεννά πάντα πυκνή ομίχλη.
Η Βέρα Κρούσκα είναι αποκάλυψη στην παράσταση, καθώς η ερμηνεία της είναι σπαρακτική.
Αγάπησε τόσο το κείμενο αυτό, δουλέψαμε ατέλειωτα τέσσερις ολόκληρους μήνες, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, με μάσκες, με αποστάσεις, με το άγχος να τηρούνται απαρέγκλιτα οι υγειονομικοί κανονισμοί.. και τελικά φθάσαμε να περιοδεύουμε ανά την Ελλάδα. Μαζί μας ο Πέρης Μιχαηλίδης και δυο εξαιρετικοί νέοι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ, ο Χρήστος Διαμαντούδης και η Σταυριάνα Παπαδάκη σε ένα κείμενο που θέλαμε να κρατήσουμε την απόδοση του Νίκου Γκάτσου βάση της οποίας παίχθηκε στην Αθήνα για πρώτη φορά το έργο απ’ την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή. Το δικό μας ανέβασμα είναι κλασικό αλλά με σύγχρονη ματιά και σημασία στη λεπτομέρεια (η μουσική τα κοστούμια της εποχής, το σκηνικό μας…)
Το να πρωταγωνιστώ και να σκηνοθετώ παράλληλα είναι άθλος. Ένας αγώνας τιτάνιος γιατί οφείλεις δίκην συνόλου να γίνεσαι εμμονικός και επίμονα αυστηρός και απαιτητικός προς τον εαυτό σου. Πρώτα λοιπόν είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και αργότερα με τους συναδέρφους.. κι αυτό συμβαίνει όχι σε συνθήκη αυστηρότητας για την αυστηρότητα, αλλά επειδή οι απαιτήσεις του έργου είναι τόσες που δεν μας ενδιέφερε να μείνουν σε πρώτη ανάγνωση αλλά να σκάψουμε βαθιά στο κείμενο.
Ένα εμβληματικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας που παίζεται 3,5 ώρες σε κανονική διάρκεια, όμως εδώ η παράστασή μας διαρκεί 2 ώρες και δέκα λεπτά κι αξίζει κάθε δευτερόλεπτό της.
Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου