Την πρώτη φορά είχα άγνοια κινδύνου.
Ήμουν 18 χρονών.
Πολυτεχνείο και Μεταπολίτευση.
Η εποχή όριζε μακριά γένια και αμπέχονο, για τις κοπέλες ταγάρι. Ήμασταν θυμωμένοι.
Τρώγαμε λίγο, κοιμόμασταν λίγο, δουλεύαμε πολύ.
Ήμασταν αδιαπραγμάτευτοι.
Τα έργα των ποιητών κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Θαυμάζαμε τους ηθοποιούς του θεάτρου.
Βλέπαμε τις παραστάσεις πολλές φορές για να καταλάβουμε τον τρόπο που ο τάδε ηθοποιός έλεγε εκείνη τη φράση.
Αν είχαμε αντίρρηση για μια παράσταση που είδαμε, την εκφράζαμε με συστολή και οπωσδήποτε με σεβασμό.
Είναι 1975.
Όρνιθες στην Επίδαυρο.
Στις γενικές δοκιμές έβρεχε. Τρέχαμε να κρυφτούμε στα υπόστεγα των καμαρινιών και του «Ξενία», να περάσει η βροχή, να συνεχίσουμε τη δοκιμή.
Βρεγμένοι, γεμάτοι λάσπες, μέχρι το ξημέρωμα.
Τα πρωινά, τα μεσημέρια δεν σκεφτόμασταν τη θάλασσα. Μαζευόμασταν και τρώγαμε ήσυχα, μετά ξαπλώναμε να γεμίσουμε δύναμη και άντε πάλι από την αρχή.
Θα διασκεδάζαμε αργότερα, μετά τη δεύτερη παράσταση.
Σύντομα όλα αυτά έγιναν γραφικά.
Δεν άκουσα ποτέ μια καλή κουβέντα. «Είσαι καλός», ας πούμε. Κανείς δεν άκουσε.
Κάναμε θέατρο.
Όχι για να είμαστε καλοί, αλλά για να είμαστε εκεί.
Όσοι άντεξαν, αυτοί που είχαν το κουράγιο, έμειναν στη δουλειά. Στο σώμα τους και το μυαλό τους είναι γραμμένη η ιστορία του σύγχρονου νεοελληνικού θεάτρου.
Δεν νοσταλγώ το παρελθόν.
Καλοκαίρι 2020. Όρνιθες.
Στο Θέατρο Δάσους, στην Επίδαυρο, σε περιοδεία.
Πόσο περίεργους κύκλους κάνει καμιά φορά η ζωή!
Με μοναδικούς συνεργάτες-συντελεστές, ηθοποιούς, τεχνικούς.
Πίσω από τον καθένα κρύβεται μια μικρή ή μεγάλη ιστορία, μοναδική.
Όλοι μαζί κάτω από τις φτερούγες ενός μεγάλου θεάτρου, του Κρατικού. Σε δύσκολες συνθήκες, επικίνδυνες.
Να μην τολμάς να αγγίξεις, να έρθεις κοντά.
Όμως είμαστε εδώ, χωρίς υπεκφυγές, αποφασισμένοι.
Να ανεβούμε στη σκηνή, να πούμε την ιστορία, να γελάσουμε και να δακρύσουμε.
Να πετάξουμε!
Γιάννης Ρήγας Σκηνοθέτης