«ΠΑΡΑΜΕΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ»
Με τη φράση – δάνειο του Διονυσίου Σολωμού, με το οποίο σύστησε στον κόσμο των Γραμμάτων και των Τεχνών, τον ποιητή της Ρωμιοσύνης, υποδέχομαι προ λίγων ωρών, στη μεγάλη αγκαλιά του ΚΘΒΕ, κατ’ αποκλειστική επιθυμία του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Νίκου Κολοβού, την κόρη του Γιάννη Ρίτσου, Έρη.
Εξάλλου, μετά την «Σονάτα του Σεληνόφωτος» που απέδωσε μοναδικά ερμηνευτικά ο σπουδαίος Τάκης Χρυσικάκος σε podcast του ΚΘΒΕ, η «ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ», που κάνει την προσεχή Τετάρτη, σε σκηνοθεσία Πολυξένης Σπυροπούλου, διαδικτυακή πρεμιέρα, δεν θα ήταν μπορετό να ανέβει, αν δεν έδινε η ίδια την συγκατάθεσή της καθώς αποτελεί πνευματικό δικαίωμα και περιουσιακό θησαυρό που καρδιακά μας εμπιστεύτηκε.
«Χαίρομαι που παίρνει το δρόμο για να πατήσει σανίδι το πολυαγαπημένο έργο του πατέρα μου, -μου εκμυστηρεύεται ευθύς εξ’ αρχής-, ενώ της διαβιβάζω τις ευχαριστίες όλου του θιάσου και του Οργανισμού για την ευγενική παραχώρηση.
«ΤΙ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΕΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ… ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ»
Προσιτή κι ευγενής, παρά την αρχική συστολή (αποκύημα της παιδείας της και ενός χαρακτήρα που διαμορφώθηκε με περισσή γονεική αγάπη, άπειρα ερεθίσματα από αγώνες και βιωματικές διαδρομές), δέχεται να μας επιτρέψει το κρυφοκοίταγμα σε έναν κόσμο κατάδικό της αφού είχε το πλεονέκτημα να βιώσει το μεγαλείο της σπουδαιότητας ενός θρυλικού προσώπου μέσα στην απλότητα της καθημερινότητάς του.
«Νομίζω ότι, αυτό που κάνει η ποίηση, είναι να ανοίγει δρόμους και μέσα στα σκοτάδια είναι ένα φωτάκι που αν κανείς το πλησιάσει ξανοίγει η ψυχή του!
Ειδικά ο Ρίτσος με το έργο του, και τη στάση ζωής του, κατέδειξε πως και μέσα στην παιδωμή και μέσα στη μαυρίλα, πάντα υπάρχει μια νότα αισιοδοξίας.
Όταν δεν παραιτούμαστε, όταν το παλεύουμε, όταν προσπαθούμε κι αγωνιζόμαστε υπάρχει ελπίδα… Ο ίδιος, δεν λύγιζε, δεν παραιτήθηκε ποτέ, ούτε και καταδέχθηκε να πει πως «όλα είναι μάταια».
Οι αγώνες, πάντα ανοίγουν δρόμους. Θέλει αγώνα ακόμη και η Τέχνη. Όμως μόνον απ’ την Τέχνη αντλούμε δύναμη. Μέσω της Τέχνης βιώνουμε το συλλογικό. Δεν είμαστε μόνοι κι έτσι, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα συμβαινόμενα, φαντάζουν μικρότερα τα προβλήματά μας.
Ένα εικαστικό έργο, ένα θεατρικό αποτύπωμα, η μουσική, ο χορός, η λογοτεχνία, κάθε έκφραση πολιτισμού, είναι οι ανάσες του ανθρώπου, το οξυγόνο μας.
Βρίσκω εξόχως θετικό το ότι ο κόσμος, μέσα στους χαλεπούς καιρούς που διαβιούμε, ασχολείται με τον Γιάννη Ρίτσο. Όλο τον καιρό της καραντίνας μας έχει λείψει πολύ η ώσμωση με την ποίηση τις τέχνες και το θέατρο.
Ειδικά η «ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ» μιας και πρόκειται για σύζευξη του παρελθόντος με το παρόν, έχει ένα ειδικό βάρος για όλους εμάς, τούτες τις μέρες, καθώς πραγματεύεται τη συνέχεια του ανθρώπου.
Πανανθρώπινες, διαχρονικές αξίες, αλλά και προβληματικές κι αγωνίες, θετικά κι αρνητικά γεγονότα στις ζωές μας που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε χθες, κι όμως καλούμαστε και σήμερα να επιλύσουμε, κι είναι τα ίδια που δεν θα πάψουν να μας επισκέπτονται χρίζοντας κατανόησης και της προσοχής μας και αύριο.
Με όχημα την Τέχνη ωστόσο, ενδυναμωνόμαστε. Αντιλαμβανόμαστε πως, ξαφνικά δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν πέσαμε απ’ τ’ άστρα. Και κατά το παρελθόν οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν ζητήματα εξουσίας, ματαιότητας των πραγμάτων κι είχαν να διαχειριστούν αξίες όπως ο έρωτας, η ζωή κι ο θάνατος.
Μπράβο στο ΚΘΒΕ που επέλεξε να ασχοληθεί με τα ζητήματα αυτά και μακάρι όταν οι αίθουσες ανοίξουν να μπορώ να παραστώ στην πρεμιέρα της «ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ». Θα χαιρόμουν ειλικρινά πολύ!
-Ίσως αποτελέσει κι αφορμή, τούτη η θεατρική κατάθεση, για τον κόσμο, που ένα γύρω φαντάζει κενός από αξίες, ν’ αλλάξει, αναζητώντας ποιότητες… Προσωπικά, επιμένω να πιστεύω σε ένα διαφορετικό αύριο, κι ας φαντάζει ονειροβασία…
Ονειροβατούσα πολύ κι εγώ, μέχρι που έγινα μέλος του Facebook. Ξέρεις, ο κύκλος των ανθρώπων που όλοι μας έχουμε, βρίθει περίεργων συμπεριφορών…Στις διαζώσης επαφές ωστόσο, έχοντας συναίσθηση, μαζεύονται, δεν εκδηλώνονται… Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όμως, αυτή η συστολή καταρρίπτεται και τότε απογοητεύεσαι να κοιτάς την πραγματικότητα… Μια δυστυχία σκέτη ο κόσμος γύρω…
-Στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, οι ήρωες είναι και αντιήρωες… Σε όλους τους ανθρώπους, διαχρονικά, υπάρχουν κι οι δύο εκφάνσεις. Όλοι μας γινόμαστε ηρωικοί κι ας ζούμε αντιηρωικά, συμβατικά, συμβιβασμένα κάποτε. Όλοι μας είμαστε ήρωες-αντιήρωες, καθώς υπάρχουμε σε κοινωνίες νόμων και κανόνων και την ίδια στιγμή έχουμε σχηματίσει απόψεις για τα πράγματα γύρω μας. Προσπαθώντας να μένουμε πιστοί στις αρχές και τα ιδανικά μας, επιχειρούμε να φερθούμε ηρωικά και ταυτόχρονα είμαστε πολύ κοινοί, καθημερινοί, άνθρωποι…
-«Τέχνη για μένα είναι απόλυτη βιολογική, προσωπική αναγκαιότητα, που εκτείνεται πέρα απ’ το άτομό μου, στη δημιουργία», έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος…Για σας τι είναι Τέχνη; Για εκείνον, το γράψιμο, η ποίηση, ήταν αναγκαιότητα. Έγραφε όπως ανέπνεε. Ήταν το οξυγόνο κι η ανάσα του η Τέχνη. Αν έπαυε να γράφει δεν θα είχε λόγο να υπάρχει. Υπάρχουν στιγμές που ο καθένας μας από ανάγκη μπορεί να γράψει. Αν όμως δημοσιεύσεις τον λόγο σου, πεζό ή ποιητικό, είναι που αισθάνεσαι πως εκφράζεις ολόκληρο τον κόσμο. Η κοινοποίηση είναι που σε οδηγεί να αφοράς στο συλλογικό. Αυτό είναι και το νόημα της Τέχνης. Να μπορείς να προσεγγίζεις τον άλλον. Να τον τραβάς κοντά σε όσα εσύ αισθάνεσαι ως σημαντικά. Να του χαρίζεις μια άλλη οπτική του κόσμου γύρω, να του δίνεις ανάγνωση των πραγμάτων με έναν τέτοιο τρόπο που στο τέλος ό,τι είπες κι εντυπώθηκε να μένει κλασσικό, να ισχύει παντοτινά. Προσωπικά, δεν έχω την ίδια ανάγκη που είχε ο πατέρας μου για το γράψιμο. Δεν το αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο.
-Διαβάζοντάς σας, σε παλαιότερες αφηγήσεις σας, στέκω στη φράση που σας εξομολογούνταν ο πατέρας σας: «η ζωή αποφάσισε για μένα», όταν επιχειρούσατε να καταλάβετε, τι είναι να είσαι ποιητής, μιας και στα παιδικά σας μάτια δεν φάνταζε κανονική εργασία… Δεν ήταν το ιδανικό μου, αλλά, αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου είναι πως η ποίηση αποφάσισε για εκείνον. Όντας μικρή, και έχοντας την εικόνα ενός πολυτάλαντου φύση και θέση καλλιτέχνη, που ήταν και εξαιρετικός ζωγράφος, και χορευτής, και συνθέτης και ηθοποιός, δεν γινόταν να κατανοήσω γιατί διάλεξε να γίνει ποιητής. Κάποτε τον ρώτησα ευθέως γιατί δεν έγινε ζωγράφος και μου απάντησε : «για φαντάσου να ήμουν ζωγράφος ή πιανίστας… Θα έπρεπε να κουβαλάω το πιάνο στους ώμους μου στην εξορία, ή καβαλέτα και καμβάδες… Δεν θα ήταν μπορετό… ενώ ως ποιητής με ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι κι ένα μολύβι μπορούσα να υπάρχω οπουδήποτε…». Η ποίηση ήταν η πρώτη κι η μεγαλύτερη αγάπη του. Ήταν η ίδια του η ζωή.
-Αλήθεια έχετε σκεφτεί αν σήμερα ζούσε ο Γιάννης Ρίτσος πως θα άντεχε ότι φτιάξαμε ως κοινωνία και τι θα έγραφε; Να πω την αλήθεια δεν θα ήθελα να το σκεφτώ καν…Είναι ένας από τους λόγους, που νιώθω ευτυχής που είμαι ορφανή (!) Αυτοί οι άνθρωποι που πάλεψαν, που χάρισαν κυριολεκτικά τη ζωή τους για έναν κόσμο καλύτερο, πιο ανθρώπινο, χωρίς την εκμετάλλευση, έναν κόσμο δικαιότερο, αξιακό, ουμανιστικό, θα υπέφεραν βλέποντας τι συμβαίνει σήμερα. Χαίρομαι που γλίτωσαν και δεν τα ζουν όλα αυτά. Δεν ξέρω πως θα λειτουργούσαν. Υποψιάζομαι πως και πάλι θα ήταν σανίδα σωτηρίας και καθαρτήριο η ποίηση για τον πατέρα μου. Έτσι κι αλλιώς, ασπίδα προστασίας σε όλα τα δύσκολα, τα άσχημα και τα τρωτά, μα και τα όμορφα χρόνια του, καταφυγή κι απάγκιο του ήταν η ποίηση. Έτσι και τώρα νομίζω, αν και θα τον πλήγωνε κατάβαθα η πραγματικότητα, εκεί θα έβρισκε να εκφραστεί.
-Το 1989 δήλωνε στα Νέα: «Με κατηγορούν ότι είμαι πολυγραφότατος. Εγώ όμως, το μόνο για το οποίο υπερηφανεύομαι είναι ότι δεν άφησα ανεκμετάλλευτη, ούτε μια στιγμή μου. Κάθε στιγμή περιέχει μια αιωνιότητα και δεν την εξαντλήσαμε» Η αλήθεια είναι πως έγραφε ακαταπαύστως… Όμως τι θα πει γράφω λίγο ή πολύ? Μπορεί να γράφει κανείς λίγα και να είναι ασήμαντα και να γράφει πολλά και να είναι αριστουργήματα… Το θέμα δεν είναι η ποσότητα μα η ποιότητα. Για τον Ρίτσο το γράψιμο ήταν αναγκαιότητα, όπως ξαναείπα ήταν η ανάσα του. Δεν μπορούσε να περάσει μέρα δίχως να γράψει. Κι είχε την άποψη ότι ήταν εργάτης του λόγου. Όπως αν δούλευε μαραγκός σε ξυλουργείο θα κατασκεύαζε κάθε μέρα κι από ένα τουλάχιστον έπιπλο, έτσι και ως ποιητής δημιουργούσε καθημερινά ποιήματα… Σηκώνονταν τον πρωί, έπινε το καφέ του, και καθόταν να γράψει. Δεν πίστευε ότι υπάρχει έμπνευση… δεν περίμενε να τον επισκεφτεί εξ’ ουρανού εν είδει περιστεράς… Όπως τρώγοντας έρχεται η όρεξη, έτσι και γράφοντας προέκυπτε το έργο του. Ο πατέρας μου μπορεί να έγραψε χιλιάδες ποιήματα, όμως ήταν και αυστηρός με τη δουλειά του. Δεν ξεπέταγε τίποτα. Μετά την κάθε πρώτη, προχωρούσε και σε δεύτερη και σε τρίτη γραφή… ήταν ακούραστος. Μάλιστα χάθηκαν ένα σωρό έργα του (για δεύτερη φορά) όταν μαθαίνοντας πως δεν είχε αρκετή ζωή μετά τη διάγνωση ότι έπασχε από καρκίνο, ο ίδιος τα έσκισε, φοβούμενος πως δεν θα είχε τον επαρκή χρόνο να τα τελειοποιήσει. Επίσης διάβαζε ακατάπαυστα. Τόσο που συχνά απορώ πώς προλάβαινε να γράφει να διαβάζει και πάντα για ότι κι αν συνέβαινε να είναι ενημερωμένος στο έπακρο.
-Και μέσα σε όλα αυτά, έβρισκε πάντα το χρόνο για την μικρή του Έρη, να της φέρει δώρα απ’ την Αθήνα στη Σάμο, ένα φόρεμα, ένα καινούριο δίσκο, να της μάθει να χορεύει, να της διδάξει τον κόσμο, μιας κι ευρυμάθεια των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων του ήταν αστείρευτη, να ζωγραφίζουν παρέα, να μιλούν ώρες πολλές.. Ήταν στοργικός πατέρας και ένας πολύτιμος φίλος πάντα. Δεν ήταν μονόχνοτος απομονωμένος άνθρωπος. Ήθελε να έχει φίλους, ένα σπίτι ανοιχτό, να μιλάει μαζί τους, να επικοινωνεί, να ζει. Λάτρευε την οικογένειά του. Ήθελε να έχει χρόνο να ασχολείται με το παιδί του, να πηγαίνει στη θάλασσα που επίσης λάτρευε, να χαίρεται το μπάνιο, ένα ηλιοβασίλεμα, μια βόλτα, ένα καλό βιβλίο. Διάβαζε τόσο πολύ.
-Υπάρχει μια στιγμή μαζί του ή μια διδαχή του που αποθησαυρίζετε; Δεν είμαι μία μόνον η στιγμή που έχω να θυμάμαι… Είναι στιγμές… και επειδή δεν ζήσαμε και πολύ χρόνο μαζί, όλα όσα συνέβαιναν μετράγανε πάρα πολύ κι είναι όλα εντυπωμένα μέσα μου. Όσο για ρήσεις, ο πατέρας μου δεν αρέσκονταν να συμβουλεύει. Κουβέντιαζε, εξηγούσε, και σ’ άφηνε να κρατήσεις ότι ήθελες απ’ τα λεγόμενά του. Το δικό του μότο πάντως ήταν : «δουλειά, δουλειά, δουλειά» που όμως δεν το τηρώ… είμαι τεμπελάκος!!!
-Από την «ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ», ποιο κείμενο είναι το αγαπημένο σας; «H Σονάτα του Σεληνόφωτος». Ήταν το πρώτο που διάβασα στην εφηβεία μου, εκεί γύρω στα 17, εποχή που έχει να κάνει με τις φοβερές υπαρξιακές αναζητήσεις μας, κι εγώ είχα την αίσθηση πως είχε γραφτεί για μένα. Κρίμα που βγήκε απ’ την ύλη του Λυκείου. Παιδιά που το διάβασαν ως μαθητές, λένε πως, τους άλλαξε την άποψη για την ποίηση και την θεώρησή τους για τον χρόνο και τη ζωή. Βρήκαν σ’ αυτό το κείμενο ένα παράθυρο που νωρίτερα δεν τους είχε ανοιχτεί, ούτε μπορούσαν να υποθέσουν πως υπήρχε. Θεωρούσαν την ποίηση ακατανόητη. Εκεί αυτός ο μύθος του δυσνόητου καταρρίφθηκε. Μ’ αρέσει επίσης στην «Τέταρτη Διάσταση», ο μονόλογος του Ορέστη, για την πάλη του ανάμεσα στο κοινωνικό καθήκον και το προσωπικό του μύθο. Αν το «κουμπώσεις» στον εαυτό μας αυτό, θα δεις ότι έχει αναγωγή άμεση. Θίγει όλα εκείνα τα εντελώς διαφορετικά απ’ όσα επιθυμούμε να πράξουμε. Είναι οι συγκρούσεις που ανακύπτουν μεταξύ των θέλω και των κατεστημένων πρέπει. Δεν υπάρχει ποίημα στο έργο του που να μην έχει ενδιαφέρον. Να μην σ’ αγγίζει μ ’έναν τρόπο… Εν τω μεταξύ, όσο τον διαβάζω, τόσο περισσότερα πράγματα ανακαλύπτω στις δεύτερες αναγνώσεις του. Συχνά μου λένε «πρέπει να είσαι περήφανη που είχες πατέρα σου τον Γιάννη Ρίτσο». Τους απαντώ: «περήφανη δεν είμαι, γιατί τον βρήκα έτοιμο. Περήφανη θα ήταν η γιαγιά μου, που εκείνη κοπίασε να τον αναστήσει, να τον διδάξει… Εγώ είμαι ευτυχής! Ευτυχής που είχα γονείς δυο εξαίρετους ανθρώπους. Δυο καλούς ανθρώπους-πρότυπα. Κι η μάνα μου ως γιατρός που υπηρετούσε τον συνάνθρωπο με αυταπάρνηση και έτρεχε να δώσει τις γνώσεις της γιατρεύοντας κόσμο φτωχό δίχως να παίρνει χρήματα άφησε το αποτύπωμά της έντονο…ακόμη την μνημονεύουν όσοι την γνώρισαν κι ευεργετήθηκαν… Είχα ότι ένα παιδί ακριβώς χρειάζεται: αγάπη, αγκαλιά, στοργή, φιλιά και καλοσύνη.
Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου