Δεν είναι η πρώτη φορά, που η ιδιότητά μου, μου ανοίγει διάπλατα δρόμους προσέγγισης. Που με φθάνει στο κατώφλι της καρδιάς ανθρώπων που χρόνια επιθυμώ να γνωρίσω.
Που έχω τον απόλυτο προσωπικό χρόνο μου μαζί τους, σε ένα τηλεφώνημα, ή σε μια δια ζώσης κουβέντα, ακροθιγώς να τους… «αγγίξω» κι ας στέκω βάση επιδημιολογικού πρωτοκόλλου στα δυόμιση μέτρα μακριά, φορώντας μάσκα απαρέγκλιτα … εκείνους που ο μύθος τους μεγεθύνονταν με τα χρόνια στα μάτια μου… Έπαιζε, δε λέω, τον καταλυτικό του ρόλο και το πανί, αν ήταν σταρ της μεγάλης οθόνης, το γυαλί, αν επρόκειτο για τηλεοπτικά πρόσωπα, τα εξώφυλλα των περιοδικών, οι φωτογραφίες τους, οι εμφανίσεις σε show, και τα «σαλόνια» των ολοσέλιδων συνεντεύξεων στα καθημερινά φύλλα…
Πρωινό Πέμπτης… παρακείμενα η πρόβα σε εξέλιξη… Θανάσης Σαράντος σκηνοθέτης για το ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΡΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ του Ευγένιου Ο’ Νηλ.
Πρωταγωνίστρια η Βέρα Κρούσκα. Την κοιτώ επίμονα, καθώς προσεγγίζει το γραφείο. Βήμα σίγουρο, αύρα αέρινη, ματιά ευθύβολη…Συμμαζεύω στα γρήγορα το αδιάκριτο βλέμμα μου και ρίχνω το βάρος στο ταίριασμα της διττής ως είθισται ακαταστασίας μυαλού και γραφείου για να την υποδεχθώ.
«Επιτέλους», στέκει σιμά μου, η ακριβοθώρητη, διακριτική, εκλεπτυσμένη, διαχρονικά κι αξεπέραστα όμορφη, «ξανθομαλλούσα» του επικού «Όχι», που πάντοτε ξεχώριζα σε ρόλους κινηματογραφικούς ως χορεύτρια εν αρχή και μετέπειτα σε περάσματα και ερμηνείες, στην «Ψεύτρα», στους «Κληρονόμους», στη «Σοφερίνα», στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», στον βραβευμένο «Βάλτο» και όχι μόνο…
Είναι εδώ, το τηλεοπτικό «Κορίτσι της Κυριακής» σε «Έναν δρόμο χωρίς γυρισμό», στο «Ταξίδι», «Εν Αθήναις» της «Μεθυσμένης Πολιτείας» με «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» στο «Τμήμα Ηθών» της μικρής οθόνης, κι η θεατρίνα με «ένα καπέλο γεμάτο βροχή», και το «τριαντάφυλλο στο στήθος» που έδειξε στόφα ηθοποιού, ακόμη απ’ το 1968 «Σαράντα καρατίων», για να ακολουθήσουν σαράντα και πλέον ρόλοι πρωταγωνιστικοί στο «Ρεμπέτικο», στην «όπερα της πεντάρας», στον «έμπορο της Βενετίας», στο «Φράνκυ και Τζόνυ», στην «τελευταία θυσία», συνεργαζόμενη με κορυφαίους σκηνοθέτες όπως οι: Σολομός, Ευαγγελάτος, Φασουλής, Μπάκας, Αρμένης, Βούλγαρης κ.α.
Αμήχανη καθώς είμαι μετά τις απαραίτητες συστάσεις της λέω : «κ. Κρούσκα, ο τίτλος του έργου ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΡΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ, μοιάζει με το δικό μας σήμερα…Σαν να ταξιδεύουμε ατέρμονα μια μέρα – χρόνο, στα σκοτάδια της πανδημίας…»
Για φαντάσου, μου απαντά, εγώ, κάνω κάθε μέρα αυτό το ταξίδι του Ο’ Νηλ….Λόγω προβών, κοιμάμαι νωρίς κάθε βράδυ, φυσικά και δεν βγαίνω (που να πάω εξάλλου) και ξυπνώ από τις έξι κάθε πρωί… Μόλις χαράζει…. Κάθε λέξη αυτού του υπέροχου ταξιδιού με κάνει να ξεμακραίνω αχάραγα.. Στις άνω τελείες, σκέφτομαι πως, δεν είναι πολύ μακριά απ’ ό,τι ζούμε έναν χρόνο τώρα.
Κι εμείς όπως κι η Μαίρη, έχουμε την ανάγκη, να γίνουν όλα όπως παλιά, να είμαστε καλά, να μπορούμε να βγούμε, να περπατήσουμε, να συναντήσουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε, να τους αγκαλιάσουμε, να καθίσουμε παρέα.
Ακόμη κι αν δεν θα το επέλεγα, αν υποθετικά ήταν μπορετό, λόγω υποχρεώσεων για την παράσταση, μιας και πάλι μέσα θα με κράταγε η ευθύνη της, για να διαβάσω τον ρόλο, τουλάχιστον, θα είχα την επιλογή δική μου. Αυτό θέλω: να επιστρέψουμε γρήγορα στη δυνατότητα επιλογών κι αυτοδιαχείρισης.
(Ενώ καταγράφω τα λεγόμενά της, με την άκρη του ματιού μου δεν παύω να παρατηρώ τις κινήσεις της… Κρατά σφιχτά, σχεδόν ευλαβικά, το έργο…. Την «πιάνω» να μη θέλει να το αποχωριστεί… δεν το ακουμπάει πουθενά… είναι κολλημένο στο σώμα της… σαν παιδί που κλαίει και την ζητά, κι εκείνη για να το ηρεμήσει το’χει στην αγκαλιά της….Τι απόλυτο δέσιμο! Τι σχέση στοργής! Έχω λοιπόν, συλλογιέμαι, ένα πλάσμα που καλείται να ενσαρκώσει μια εκ των σημαντικότερων μορφών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στην τραγικότητά της, και την ίδια στιγμή, εισπράττω αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα του σώματός της πως, της είναι αδύνατον να διαχωρίσει πια τη Βέρα απ’ την Μαίρη…και της ζητώ να μου την περιγράψει).
Η Μαίρη είναι μια γυναίκα που έχει παντρευτεί τον Τζέιμς Τάιρον, έναν μεγάλο ηθοποιό της εποχής του. Υπήρξε ερωτευμένη μαζί του πολύ. Ήταν ο πρώτος άνδρας στη ζωή της και μαζί του έκανε τρία παιδιά. Προέρχονταν από αστική οικογένεια και συναντήθηκαν, όταν παρακολούθησε μια παράστασή του. Τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, παράφορα… Και τον ακολούθησε στις περιοδείες του. Τα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν δύσκολα, δίχως ανέσεις. Κυρίως διέμεναν σε φθηνά ξενοδοχεία καθώς ο άντρας της ακολουθούσε τον θίασο από πόλη σε πόλη, κι εκείνη πρώτα μόνη, ύστερα με τους γιους της, δεν έζησε ποτέ σε ένα σπίτι κανονικό, παρά σε φθηνά ξενοδοχεία.
ΤΑΪΡΟΝ: Δεν είμαι δεσμοφύλακάς σου. Εδώ δεν είναι φυλακή. ΜΑΙΡΗ: Το ξέρω, αν εσύ εξακολουθείς να το νομίζεις για σπίτι. ΠΡΑΞΗ Β’
Αυτό το σπίτι που παρακολουθούμε να εξελίσσεται η «μεγάλη μέρα» τους, μέσα σε μία και μόνη νύχτα, ο Τάιρον το αγαπά πολύ. Εξάλλου ο ίδιος ποτέ του δεν επέλεξε να φτιάξει ένα πραγματικό, ένα κανονικό οίκημα για την οικογένειά του. Και τούτο, το έφτιαξε -όπως η Μαίρη εξομολογείται-με τα πιο ευτελή υλικά. ΜΑΙΡΗ: «… Ποτέ μου δεν το ‘ νιωσα σπίτι μου. Όλα έγιναν με τα ψέματα, με τα πιο φτηνά υλικά..» ΠΡΑΞΗ Α’ Μέσα στην κατάσταση αυτή, της διαρκούς κίνησης από τόπο σε τόπο, μένει έγκυος. Όμως οι συνθήκες την οδηγούν στο να χάσει το παιδί, γεγονός που την σημαδεύει για όλη τη ζωή της. Ο γιατρός που την παρακολουθεί, επεμβαίνει για να απαλύνει τους πόνους της χορηγώντας της μορφίνη. Οι πόνοι ασίγαστοι, η δοσολογία της μορφίνης μεγαλώνει, και τελικά, η Μαίρη βγαίνει εξαρτημένη απ’ τη ζοφερή περιπέτεια. Ο σύζυγος την βάζει σε Κέντρα Αποτοξίνωσης, όμως η αδυναμία της δεν σταματά. Της βγαίνει ακολούθως και στον Έντμοντ, το στερνοπαίδι της, που του έχει τεράστια αδυναμία. Βγαίνοντας από το κέντρο αποτοξίνωσης ξανακυλά στη μορφίνη καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την αρρώστια του γιού της από φυματίωση. Εκεί λυγίζει.
ΜΑΙΡΗ: «…κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει ό,τι του έρχεται στη ζωή. Γιατί, μόλις καταλάβουμε κάτι και πάμε να τ’ αποφύγουμε, έχει κιόλας γίνει μέσα μας κάτι άλλο, κι αυτό φέρνει άλλο, κι έπειτα άλλο, ώσπου στο τέλος όλα αυτά, μπαίνουν ανάμεσα σε μας και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, κι έτσι χάνουμε τον αληθινό εαυτό μας για πάντα…» ΠΡΑΞΗ Β’
Είναι ένας αδύναμος χαρακτήρας, με περίεργη όμως δυναμική που της βγαίνει στα παιδιά και τον σύζυγο. Μια μοναχική φιγούρα που παλεύει ανάμεσα σε αναμνήσεις, ενοχές, σωστά και λάθη κι επαναλαμβάνομενα «γιατί». Μη ξεχνάμε πως, δίχως σταθερή βάση όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν έχει εδραιώσει φιλίες, που ίσως σ’ αυτή τη στιγμή θα αποτελούσαν στηρίγματά της. Λέει σε κάποια στιγμή του έργου : «… να μπορούσα να είχα μια φίλη, να μιλήσω μαζί της… όχι τίποτα σοβαρό, να γελάσω, να κουτσομπολέψω, να ξεχαστώ… όχι τις υπηρέτριες».
Είναι αναξιόπιστη για τους δικούς της και το γνωρίζει. Ο μικρός δεν θέλει καν να πιστέψει πως ξαναγύρισε στον κόσμο των ουσιών, ο μεγάλος είναι που νιώθει πως κάτι περίεργο συμβαίνει ξανά, ενόσω εκείνη πασχίζει να τους κρυφτεί. «Όλοι σας με κατασκοπεύετε-τους λέει- δε μου έχετε εμπιστοσύνη»!
Είναι ένα υπέροχο-δύσκολο όμως πολύ έργο. Είναι απίστευτα ρεαλιστικό, δεν έχει καμία αλληγορία κι αυτό το κάνει ακόμη πιο απαιτητικό και άρα ενδιαφέρον. Νομίζω πως πρόκειται για έναν απ’ τους δυσκολότερους ρόλους που κλήθηκα να υποστηρίξω.
ΜΑΙΡΗ: «…Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω; Το παρελθόν είναι το παρόν. Είναι το μέλλον. Όλοι μας προσπαθούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό, αλλά η ζωή δε μας αφήνει…» ΠΡΑΞΗ Γ’
Όμως, αυτή είναι κι η γοητεία της δουλειάς μας. Η υποκριτική τέχνη είναι υπέροχη. Και συνεργάζομαι με υπέροχους συναδέρφους. Έχω την αίσθηση πως ο Θανάσης Σαράντος θα κάνει μια πολύ καλή παράσταση και ο Τάκης Χρυσικάκος είναι επίσης εξαιρετικός στο ρόλο του. Είναι σπουδαίο να υπάρχει αύρα και χημεία και να επικοινωνείς ουσιαστικά με τον συμπρωταγωνιστή σου. Τότε μόνο περνάει στον κόσμο η αλήθεια του ρόλου, του συγγραφέα, της εποχής, των συναισθημάτων. Ο κόσμος, ειδικά στους χαλεπούς καιρούς που διαβιούμε, περνάει δύσκολα. Θέλει να πάρει δύναμη από μιαν αλήθεια… Κι η αλήθεια λέγεται μόνον έτσι.
ΜΑΙΡΗ: «…Εμείς οι δυο αγαπηθήκαμε πολύ και δε θα πάψουμε ποτέ ν’ αγαπιόμαστε. Ας θυμόμαστε μονάχα αυτό κι ας μην προσπαθούμε να καταλάβουμε ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε» ΠΡΑΞΗ Γ’ -Νοιώθει ότι αγαπήθηκε απ’ τον άντρα της; Εκείνος όπως μπόρεσε την αγάπησε… ΜΑΙΡΗ: «Όχι, δε σε κατηγορώ! Πώς να με πιστέψεις, αφού κι εγώ η ίδια δεν πιστεύω στον εαυτό μου; Λέω τόσα ψέματα στον εαυτό μου…» ΠΡΑΞΗ Γ’
Ξέρεις τί κάνει η μορφίνη? Σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα! Δεν έχει σχέση με την ηρωίνη ή την κοκαΐνη. Η μορφίνη σε κάνει να παύεις να πονάς. Παύει κυρίως να πονά η σκέψη. Στην περίπτωση της Μαίρης το σώμα της πονά και απ’ την κατάχρηση και απ’ την τιτάνια προσπάθεια που επιχειρεί να μην τους αποκαλυφθεί πως ξανακύλησε στην εξάρτηση. Και καθώς το δράμα κορυφώνεται και σε μιαν ανατροπή συνειδητοποιεί πόσο εύθραυστη είναι και η ίδια και οι ισορροπίες της αναρωτιέται : θα αντέξει; …δεν θα αντέξει;
«ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΠΟΥ ΨΙΘΥΡΙΖΕΤΑΙ….» Ευελπιστώ πως θα τα καταφέρουμε να κάνουμε την πρεμιέρα μας μέσα Ιουνίου και με ανοιχτά θέατρα….Ο σκηνικός μας χώρος αν και δραματουργικά εσωτερικός, θα προσαρμοστεί, καλοκαίρι γαρ, για υπαίθρια θέατρα. Κι αυτό είναι ένα ακόμη προκλητικό στοιχείο της παράστασης που επιχειρούμε, αλλά με το εξαίρετο δυναμικό του ΚΘΒΕ, τους φωτιστές και τους τεχνικούς θα τα καταφέρουμε! Είναι ένα έργο που ψιθυρίζεται!
-Θα σας αγκαλιάσει με την αγάπη του ο κόσμος ξανά… Να φανταστώ ότι με τόσους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ευτυχήσατε να κουβαλάτε τα στολίδια και της αγάπης και του χειροκροτήματος αλλά και στιγμών… ξεχωρίζετε κάποια…κάποιον εκφρασμένο λόγο θεατή που ακόμη κουβαλάτε;
Ήταν σε έναν μονόλογο που έκανα στην Αθήνα, με τίτλο «Που είναι η μάνα σου, μωρή», βασισμένο στην αυτοβιογραφία της Δήμητρας Πετρούλα. Μια συγκλονιστική ιστορία, μια αναμέτρηση με τις μελανότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, τον Εμφύλιο. Ενσάρκωσα μια γυναίκα που ενηλικιώθηκε αποτρόπαια, βιώνοντας την ωμότητα της απώλειας δεκάδων δικών της ανθρώπων από πρώην συνεργάτες των Ναζί και μετέπειτα διώκτες των Αντιστασιακών. Ήταν ένας διάλογος με όσα θυμόμουν απ’ τη μάνα μου, απ’ τις σφαγές, απ’ την κατοχή, απ’ τη φρίκη του αλληλοσπαραγμού. Ακόμη νομίζω ότι έχω στο πρόσωπό μου τα δάκρυα εκείνα… Και τα δικά μου και κυρίως των θεατών, που κλαίγαν με φωνή… με μια φωνή. Έχω δεχθεί είναι η αλήθεια πολύ αγάπη και στην προσωπική μου ζωή, και στο θέατρο.
-Ξέρετε, μέρες τώρα σας παρατηρώ, καθώς έρχεστε στις πρόβες, συμπίπτουμε στο ασανσέρ, στα σκαλοπάτια της ΕΜΣ, στα test covid που διενεργούνται στον τέταρτο όροφο…στέκω βήματα πίσω σας διακριτικά αλλά πάντα διερωτώμαι, τι να’ναι άραγε είναι εκείνο το στοιχείο που σας σας έκανε, να προηγείται η ευγένεια που διαχέεται παντού όπου κι αν βρεθείτε των βημάτων σας;
Ορίστε! Αυτό είναι ένα εξαιρετικό σχόλιο… Αυτό θα το κρατήσω… να το θυμάμαι… Δεν ξέρω όμως να σου απαντήσω… Έτσι ήμουν πάντα. Ίσως οι άνθρωποι που επέλεξα για παρέα. Δεν έχω μεγάλο κύκλο, έχω λίγους και καλούς φίλους από παιδί ακόμη…
-Πρωτοξεκινάτε πολύ μικρή στο θέατρο… Ναι, όταν πάτησα σανίδι, βγήκα ως χορεύτρια. Μετά εξ’ ενός τυχαίου γεγονότος ευτύχησα να συνυπάρξω σε παράσταση πλάι στην Έλλη Λαμπέτη, που θεωρώ μετά τη μητέρα μου τον σημαντικότερο άνθρωπο της ζωής μου.. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου, ήμουν πάντοτε συγκροτημένη. Πάντοτε ήξερα τι ήθελα, κι άλλο τίποτε δεν ήθελα παρά μόνο να κάνω θέατρο! Και δεν ήμουν εύθραυστη, παρά την εικόνα μου. Ήμουν δυνατός χαρακτήρας, με άποψη, με θέση, «τζόρας» ήμουν!
Ήξερα πότε να επιβάλλομαι και δεν άφηνα κανέναν να μου επιβληθεί. Είχα όμως και τη στήριξη των γονιών μου. Δεν είχαν αντιρρήσεις, με πίστευαν, κι έτσι, διεκδίκησα μια καριέρα που χτίστηκε με περισσότερα «όχι» παρά με «ναι».
Ύστερα, είχα και μια εμφάνιση, που με κατέτρεχε. Ξέρεις, είναι εύκολο να σου κρεμάσουν την ταμπέλα της «γκόμενας» και να σε θέλουν για τέτοιους ρόλους; Εγώ πάλι, κρατήθηκα, δεν ενέδιδα σε εύπεπτα έργα. Κρατήθηκα μακριά, έμεινα ηθελημένα «εκτός», κι έτσι κατάφερα να χτίσω το δρόμο που ήθελα να περπατήσω.
-Είχαν κόστη οι επιλογές σας αυτές; Ε, πώς δεν είχαν. Τα «όχι» μας πάντοτε έχουν. Δεν τα μετάνιωσα. Ήξερα με σαφήνεια τι ήθελα να κάνω. Κι επίσης, διάλεξα να έχω και τον σύντροφο-συνοδοιπόρο που θα μπορεί να με κατανοεί, και θα μπορώ να τον καταλαβαίνω. Θα με ακολουθούσε ή θα τον ακολουθούσα εγώ, και πάντως θα μας άρεσαν κοινά πράγματα, θα μας έδεναν κοινές ανησυχίες κι όνειρα.
-Δεν σας φόβισε πως με σύντροφο ηθοποιό, ίσως η σχέση γινόταν συγκρουσιακή απ’ τον εγωισμό που αθέλητα ίσως, φέρνει η διάκριση; (έχουμε δει κατά καιρούς ζευγάρια του ελληνικού θεάτρου να μην τα καταφέρνουν λόγω του μικροβίου της δημοσιότητας). Θα ήταν κουταμάρα κάτι τέτοιο. Δεν λέω πως δεν έχει συμβεί με συναδέρφους να φέρνουν τον επαγγελματικό ανταγωνισμό εντός οικίας. Κυρίως κατά το παρελθόν αυτό το φαινόμενο είχε μεγαλύτερη ένταση. Υπάρχουν ωστόσο και σύντροφοι ή σύζυγοι που άντεξαν για πολλά χρόνια να είναι δεμένοι κι αγαπημένοι μαζί. Με χαροποιεί επίσης το γεγονός πως τα νέα παιδιά του θεάτρου κάνουν σχέσεις και οικογένειες που διαρκούν στον χρόνο.
-Ξέρω πως οι ηθοποιοί αντιμετωπίζετε κάθε ρόλο σαν παιδί, κι ως εκ τούτου, δύσκολα μπορείτε να ξεχωρίσετε ένα. Ωστόσο αν μπαίνατε στον πειρασμό να … «τραβήξετε» απ’ τον σάκο – θησαυρό της καριέρας σας, έναν ρόλο ως ιδιαίτερο σε ποιον θα στεκόσασταν; Στην Όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ. 1981. Εδώ στο Κρατικό Θέατρο, με σκηνοθέτη τον Νίκο Κούνδουρο. Εδώ, όπου ξεκίνησε όλη μου η καριέρα στο κλασικό ρεπερτόριο. Δεν την ξεχνώ εκείνη την παράσταση, και περιδιαβαίνοντας σήμερα στους χώρους νοιώθω κι όλη την αύρα των ημερών εκείνων, τον δημιουργικό οίστρο, το εξαιρετικό καμαρίνι, τις συνεργασίες… ακολουθούν παραστάσεις όπως «Η τύχη της Μαρούλας», το «Νυχτιάτικο τραγούδι» και 42 πρώτοι ρόλοι(!) Φυσικά, στέκω πάντα ευλαβικά στη συνάντηση που είχα με την Έλλη Λαμπέτη. Συχνά μου ζητούν, να μιλήσω για κείνη. Μα, δεν περιγράφεται με λέξεις…
-Ήταν πλάσμα αέρινο… Δεν μπορείς να μιλήσεις για την αύρα που είχε αυτή η προσωπικότητα. Τώρα που το σκέφτομαι, ένα έχω να σου πω: πόσο πολύ τη σκέφτομαι! Ποτέ δεν την έχω ξεχάσει και ούτε πρόκειται. Ήταν ευλογία για μένα να βρεθώ στο διάβα της, να με ξεχωρίσει, να με εμπιστευτεί, να υπάρξουμε σε ένα τέτοιο δέσιμο….
-Πολλές φορές ανατρέχω σε αρχειακό υλικό, μ’ αρέσει να μαθαίνω για τους ανθρώπους που έγραψαν με τις μέρες και τα έργα τους ιστορία… Κοιτάζοντας εκπομπές του Φ. Γερμανού, για την Λαμπέτη, με συγκλόνισε η ιστορία με το παιδί, και την υιοθεσία… Έζησε δύσκολες στιγμές, ήταν αχάριστοι οι βιολογικοί γονείς της μικρής. Πρώτα την παράτησαν και μετά πήγαν και την βρήκαν, έτοιμο παιδί, πέντε ετών. Κι ούτε που νοιάστηκαν για την ψυχή της… την άρπαξαν πίσω… Την λάτρευα την Έλλη. Δύο ήταν οι γυναίκες της ζωής μου: η μάνα μου κι η Έλλη. Ήταν μεγάλη δασκάλα και στη ζωή εκτός σκηνής και μαγική … έπαιζε και χάζευες… Ακόμη και συνάδερφοι μου αναγνωρίζουν την αγαθή τύχη που έζησα της απόλυτης προσέγγισης μαζί της. Κι εκείνη με τίμησε βαθιά με την φιλία και την αγάπη της μέχρι τέλους... Όλοι οι άνθρωποι που μου δείξαν αδυναμία, σκέφτομαι, με τίμησαν με την παρουσία τους στη ζωή μου.
-Πώς την θυμάστε; Έχω τόσα δικά της μέσα μου, τόσες πολλές στιγμές κι εικόνες μαζί… Σινεμά, ταινίες, μακαρονάδες, τάβλι, το Πήλιο, τα μπάνια μας, τα σκόρδα που τρώγαμε… (κάναμε αγώνα δρόμου, να φάμε όσα περισσότερα σκόρδα γίνεται, να μην μπορεί να μας πλησιάσει άνθρωπος… και γελούσαμε… πόσο γελούσαμε)!!!!! Εγώ πάλι τα έτρωγα για τα κουνούπια, φυσικό εντομοαπωθητικό, βλέπεις! Ξέρεις, στον Αη-Γιάννη του Πηλίου, μετά που έφυγε, δεν μπόρεσα να πάω… Νομίζω το κτήμα της το ΄χει αγοράσει ο Απόστολος Δοξιάδης, αλλά, δεν έχω πάει… δεν μπορώ, δεν θέλω να πάω.
-Σινεμά, τηλεόραση; Γιατί επιμένετε να λέτε «όχι» σε προτάσεις; Δε θέλω τίποτα. Ούτε κινηματογράφο, ούτε τηλεόραση. Μόνον η ΕΡΤ κάνει αξιόλογες σειρές. Είμαι φανατική της Δημόσιας Τηλεόρασης. Πέμπτη – Παρασκευή δεν χάνω επεισόδιο από «Τα καλύτερά μας χρόνια».
-«Άγριες μέλισσες» δεν βλέπετε; Η παραγωγή είναι μεγάλη, έχει καλούς ηθοποιούς που υποστηρίζουν το σενάριο. Τον πρώτο μήνα ναι, την έβλεπα την σειρά, ενθουσιάστηκα. Μετά, βαρέθηκα. Όμως θα πω το εξής: χαίρομαι πολύ που άνοιξε ο δρόμος και γίνονται σειρές αξιώσεων, και έτσι οι συνάδερφοί μου έχουν να δουλέψουν σε σήριαλ με ενδιαφέρον.
-Τί νοιώθετε για το ΚΘΒΕ; Το Κρατικό Θέατρο το αγαπώ! Έχω κάνει πέντε παραστάσεις έως τώρα που οι τέσσερις ήταν sold out. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη εδώ! Κι έχω και μια μεγάλη αγάπη για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Και με το Εθνικό συνεργάστηκα, δούλεψα με τον Σολομό, με τον Κούρκουλο, αλλά αδυναμία έχω στο Κρατικό. Κι ας είμαι μακριά απ’ το σπίτι μου, χωρίς τις ανέσεις της οικειότητας του δικού μου χώρου, με έξοδα μεγαλύτερα.. Δεν με νοιάζει. Είμαι ξανά εδώ, κι αυτό είναι που μετράει. Ανανεώνουμε το ραντεβού, για τις πρόβες. Θα την δω να «χτίζει» τον ρόλο. Μα δεν είναι το μόνο μου δώρο. Λίγο πριν αναχωρήσει της ζητώ να μου αποθησαυρίσει μια αγαπημένη της παράγραφο ... Έχω τη βεβαιότητα πως ο γραφικός της χαρακτήρας, δε μπορεί, θα έχει την ίδια λεπτότητα κι ευγένεια με την ίδια.... της ζητώ ταπεινά να μην μου πει το απόσπασμα, παρά να μου το γράψει, σε μια κόλλα χαρτί για να χω ένα ιδιόχειρο κομμάτι της κρατημένο στο μυστικό συρτάρι με τα σπουδαία φυλαχτά... Συμφωνεί με χαρά... κάθεται και γράφει... τώρα μου μοιάζει με κοριτσάκι δημοτικού που τις ανατέθηκε έκθεση ιδεών μ΄ αγαπημένο θέμα... το στυλό χορεύει σαν την παιδική της αθωότητα, θαλασσώνοντας το χαρτί συναίσθημα... και ο γραφικός της χαρακτήρας της μοιάζει.. είναι καλλιτέχνημα ότι γεννά ένας καλλιτέχνης... από ένα γράμμα ως έναν ακόμη βαρυσήμαντο ρόλο...
Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου