ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ - ΚΘΒΕ - ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΟΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ «Πέρασμα... ΕΝΑ» «Θεατής.... ΕΝΑΣ»
...από σημειώσεις σε χαρτί οι σκέψεις πήραν δρόμο να περπατήσουν αυθαίρετα... σχεδόν αιρετικά... στην Κυριακάτικη βροχή (Πολυξενη Σπυροπουλου σ' ευχαριστώ δημόσια για το έναυσμα): Και κάτι λέξεις ροδοπέταλες … σε άλικο κουβάρι… πλύθηκαν σαν σε λουτρό με φύλλα σκίνου και μυρτιάς φόρος τιμής στα πρώτα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, της παιδικής τους αλήθειας της ηρωικής, σε τσίγκινα τσουκάλια με νερό γεμάτα και γάργαρη αλήθεια και λίθους λήθης απ’ τα λάθη τους πολύτιμους…
…βαρύτιμο ξεδίψασμα της ιστορίας της στεφανωμένης με τις πέρλες ενός κολιέ -κέντημα φεγγαρόφωτου ολόλευκα χασεδένιου στου Αίαντα τον λαιμό, στης Περσεφόνης, του Αγαμέμνονα, της Ελένης, της Φαίδρας, της Ισμήνης, της Χρυσόθεμις, της Ιφιγένειας, του Ορέστη και του Νεοπτόλεμου…
«Ο κόσμος ανυπόφορα υπέροχος» ζει τους εγκλεισμούς του, κι εκείνοι ηθελημένα, αθέλητα, -ποιος ξέρει;-, ξυπνούν από το λήθαργο αιώνων θανάτου, με τη συνείδηση βαριά και καταταγμένο το ειδικό τους βάρος στο ρου της ιστορίας και του μύθου…
Συναντιούνται υπερβατικά, προκλητικά αποφασισμένα κι επαναδιεκδικητικά για τη ζωή που δεν έζησαν… συνομιλούν τα γεγονότα, συμπάσχουν τις θυσίες, σε μια διαμαρτυρία «ΑΝΘΡΩΠΟΣ»… «ΑΝΘΡΩΠΟΣ»… «ΑΝΘΡΩΠΟΣ» γεμάτη από εξομολογητικές εγγραφές μνήμης σε ημερολόγια αραχνιασμένα απ’ τη χρονοφθορά με ξεραμένα πινέλα ζωγραφικής να σκιαγραφούν παλμούς και φτερά προσμονής σπασμένα βουτηγμένα σε μελανοδοχεία αίματος…
«… το σπίτι είναι σώμα»! …με τις φωνές τους να γράφουν συνθήματα στους τοίχους του περίκλειστου σπιτιού-σώματος που γίνεται και ουρανός και δρόμος και φυλακή και σανατόριο και καθαρτήριο ψυχών για όλα τα εγκλήματα της ιστορίας τους… της ιστορίας μας με ή δίχως λάφυρα…
«τα λάφυρα κρατήστε τα… τίποτε δε θέλω…» Στα παραγγέλματα τα στρατιωτικά, οι αντιήρωες ξεπροβάλλουν, παρόντες … Παρουσιάστε! Κι εκείνοι σε ένα παραλήρημα αντίλαλο … άλαλοι εν αρχή … μουδιασμένοι… αναριγούν ηχώ κοινωνίας:… «… άφησέ με να’ ρθω μαζί σου»
Το κλουβί απέμεινε δίχως ψυχή… το αίμα έκανε κόκκινο ακόμη και το ψωμί… Ξένοι μπροστά σε ταγμένους προορισμούς φορούν ανασυρμένα καπέλα πολύχρωμης απαντοχής από λόγια που ξεπρόβαλαν απ’ τα παλιά σεντούκια….
Μια πεταλούδα κάνει ένα γύρο, γελά, για να …προλάβει κάποιον που θα μπορούσε να γελάσει το πέταγμά της… «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου!!!» Κεντρικά μια φιγούρα μεστή ρυτίδων γνώσης μνημονεύει: ΑΣ ΕΡΧΟΣΟΥΝ ΓΙΑ ΛΙΓΟ… ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ αφού … όμως.. η έμμετρη ρετρό αφήγηση σαν ηχόχρωμα από καρουζέλ σε λούνα παρκ δεν μας επιτρέπει να δοκιμάσουμε αναμέτρημα ιλίγγων … κυκλωτικές οι σιωπές κι οι παραδοχές: «Κανείς ποτέ δε με θυμάται εμένα… δε με πρόσεξαν… κι έτσι.. μπορούσα ελεύθερα να ονειρεύομαι μονάχα»!
Άφησαν οι ίδιες οι περιπέτειες χαρακτήρων και τους 19 χάρτινους ανεμόμυλους να στροβιλίζουν ανέμους Λάχεσις, ανάμεικτους με τους τόνους μιας ρήσης σκληρής, οξείας, καρμικής: «δεν είναι αυτά που λείπουν, μα οι ίδιο εμείς που δεν τα βρήκαμε»…
Τα πινέλα επίμονα συνεχίζουν να βάφουν φύσεις, να δίνουν υπόσταση: κραγιόν, πούδρες, ρούζ.. ένα μονάχα μάτι κούκλας – προέκτασης εφηβικών ετών, που στα χαμένα χρόνια κάπου πιο κάτω ξαναβρήκαμε χαμένο κι έγινε δαχτυλίδι μας, να γνέφει στους ανώνυμους λησμονημένους «κλείστε τις πόρτες… μαντάλωσε τα μαύρα τα παράθυρα…είπα να κάνω πίσω… μα… πού το μπρος δεν ξέρω»!
Ένα διψασμένο άγαλμα η φύση των ανθρώπων, μούσκεψε από βροχή πολύ … μα νερό δεν μπόρεσε να πιει… μιας και δεν υπήρχε πόσιμο φως κρότου - λάμψης απ’ τις οπλές αλόγου σε κυνήγι (σαν τι να κυνηγάς αλήθεια?) κι απ’ το όπλο της αυτοδικαίωσης, της αυτοτιμωρίας…
Αυτόχειρες που δεν άντεξαν στο βάρος ενός καφέ… που άλλο τίποτε δεν ζήτησαν… όταν «λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους» έρχονται τώρα αντάμα να κοιτάξουν το ίδιο σημείο της ματαιότητας.
Απ’ το σωρό τις σκοτούρες, τα καθήκοντα και τους άσκοπους ηρωισμούς, το κιτρινοκόκκινο παιδικό τρενάκι εκτροχιάστηκε καιρό τώρα… ράγες του τα συρματένια λεπτόσαρκα δεσμά ενός κλουβιού δίχως ζωή… οι κούκλες γυμνές κείτονται στο πάτωμα ένα γύρω συλημένες από γόβες στιλέτα και ελπιδοφόρες πράσινες βελούδινες σαρκωμένες υπερβάσεις… αμπέχωνα φορούνε πέρλες όμοιες αλυσίδες, και τα λευκά μαντήλια στον αέρα χειρονομούν πότε κλείνοντας στόματα, πότε κρατώντας το υπογάστριο που εγγράφει τον πόνο της οικουμένης όλης, άλλοτε στο σημείο της καρδιάς επαναφέρει παλμό, κι ύστερα με τα χέρια τεταμένα σε επίκληση … σε δέηση… σε τραγωδία αρχαία σπουδαίας πράξης μίας…
«Σε τούτη την όμορφη κι αδέκαστη νύχτα, ανεξάρτητη εγώ, περίβλεπτη, μετρώντας αριθμούς σπιτιών, ρευστά, γλιστερά ευτυχισμένη, ολόκληρη ο έρωτας, υψώνω το ποτήρι …στην υγειά σας εύχομαι -κι αλήθεια-.. δε ξέρω πια που να σταθώ όρθια καταμεσής του κόσμου»