Πέρασμα «ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ» Βασιλικό Θέατρο… Τελευταία μέρα του Μάρτη… αποχωρίζομαι το απογευματινό γλυκόφως της παραλιακής, στο ύψος του Πύργου, βαμμένου στα λευκά απ’ τις ανθισμένες φωνές των βενιαμίν, που υπό γονείκή καθοδήγηση απόλυτη ή με καφέ ανά χείρας λίγο αποστασιοποιημένα (ηλικιακό προνόμιο η αυτονομία), έχουν έξοδο-διέξοδο: τρέχουν γελούν και παίζουν πάνω σε καροτσάκια, πατίνια, ποδήλατα, με ρακέτες και μπάλες όλων των σχεδίων και χρωμάτων… Άλλα πάλι, με χέρια βουτηγμένα σε μπογιές απ’ τις πρώιμες φουτουριστικές επί το πλείστον αποτυπώσεις, σκυμμένα με αφοσίωση ενδελέχειας γραμμής οριζόντων, σε μπλοκ ζωγραφικής κατάχαμα στο πράσινο γρασίδι, αναζητώντας …ήλιους πρώτους…
Ο δικός μου πάλι φωτοδότης μηχανισμός έχει διαφορετική αναζήτηση: αδημονώ να κατέβω στο σκοτάδι (!) … απ’ τα καμαρίνια, η ηχώ της προετοιμασίας των ηθοποιών που επαναλαμβάνουν ρυθμικά κι ακατάληπτα για μένα εδάφια των ρόλων, δίνει τόνο εγρήγορσης στον βηματισμό μου… ιδού ο ήλιος που έχω περισσότερο ανάγκη: η κατάδυση (!)
… τα φώτα στην πλατεία κλείνουν, και το σκότος της αλλότριας συνθήκης της πανδημίας (περίπου λες και βρισκόμαστε σε παγκόσμιο ολοκληρωτικό καθεστώς-όρος δάνειο απ’ την χώρα του ανατολικού μπλοκ που διαδραματίζεται το έργο), επιβάλει να είμαι η μόνη θεατής….
Με αρνητικό test covid ανά χείρας, απολαμβάνω την ψευδαίσθηση της περασμένης γοητείας που η ελευθερία των αισθήσεων χάριζε... Μαζί και την μυρωδιά που έχει το θέατρο (διαχωρίζω αυτή των ξύλινων επιφανειών που μου έλειψε αναγνωρίζω πολύ, βαθειανασαίνοντας την οσμή του ανάκατη με την ανάσα μου υπό το καθεστώς της διπλής μάσκας), την υφή των βελούδινων καθισμάτων (ποιο να πρωτοδιαλέξω δε ξέρω που να αντέξει το βάρος όσων δω κι ακούσω ... ερχόμενη υποψιασμένη πως ο ιρλανδικής καταγωγής, βρετανός, Μάρτιν Μακ Ντόνα εν έτη 2003, έγραψε ένα αριστοτεχνικά πολυσύνθετο ψυχολογικό θρίλερ, με ανατροπές και σουρεαλισμό, όπου η βία γεννά βία και η Τέχνη υφαίνει ματαιότητες, εγκλωβισμούς, πυροδοτεί πάθη, εγκλήματα και υπερβαίνει όρια ακόμη κι ανθρώπινης ύπαρξης) , τον οργασμό της προετοιμασίας παρασκηνιακά και επί σκηνής δευτερόλεπτα πριν την έναρξη…
Η σκηνοθέτης Μαίρη Ανδρέου, αεικίνητη, πηγαίνει πέρα-δώθε… συνομιλεί με τεχνικούς του ΚΘΒΕ ..(ταλανιστικές λεπτομέρειες σκέφτομαι όμως… αυτές είναι μάλλον που κάνουν τη διαφορά…) Ύστερα την παρατηρώ να εμψυχώνει τους εικονολήπτες, να κυκλώνουν τοξωτά τη σκηνή… (κι αυτή η θεατρική πράξη θ’ αποτυπωθεί εν αρχή τηλεοπτικά… δεν είναι ώριμος ο χρόνος να πλατύνει με ... θεατές η πλατεία)… Ας είναι… Βάζω το κινητό στο αθόρυβο… θέλω να κρατήσω σημειώσεις … και φροντίζω ο συρμός των λευκών σελίδων η μια πάνω στην άλλη να μην δημιουργήσουν όχληση, αποσυντονίζοντας τους ηθοποιούς… Μακραίνω χωροταξικά προς τα πίσω για την ασφάλειά τους, ανυποψίαστη πως σε λίγο… θα με οδηγήσουν να ξεμακραίνω και χρονικά… στα δικά μου παιδικά βιώματα…
Εδώ τα παιδιά της ιστορίας, απέχουν παρασάγγας από κείνα που με προϋπάντησαν προηγουμένως, στην ανοιξιάτικη ραστώνη του απομεσήμερου στα σκαλιά του Βασιλικού… Με ηλικιακή διαφορά ενός έτους, βίωσαν διττά ανεπούλωτα τραύματα μιας παιδικής ηλικίας βουτηγμένης στον τρόμο, τον φόβο, την απόρριψη, τα ερωτηματικά, τον αβάσταχτο πόνο, την ατέλειωτη απομόνωση, υπό το βάρος της άλλης πλευράς του ίδιου νομίσματος: της αρρωστημένης δήθεν αγάπης! Έγκλημα και τιμωρία… η απάντησή στους θύτες απ’ τα θύματα…
Ο Κατούριαν, Γιάννης Τσεμπερλίδης (ένας συγγραφέας 400ων και πλέον ιστοριών τρόμου με θέμα δολοφονίες μικρών παιδιών), ανακρίνεται σε αστυνομικό τμήμα, μαζί και ο αδερφός του Μίσαλ , Χρίστος Στυλιανού, (ένα παιδί – πείραμα στο βωμό της καλλιτεχνικής εξέλιξης του πρώτου, με εμφανή νοητική υστέρηση) από δυο αστυνομικούς, τον Άριελ, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, και τον Τουπόλσκι, Σπύρος Σαραφιανός, για σωρεία εγκλημάτων που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας, σατανικά ομοιότροπα εκτελεσμένα στα βήματα των αφηγημάτων.
Κι ο θεατής, ακολουθώντας τα, καταπίνει ένα προς ένα όλα τα ξυράφια που κόβουν σαν λεπίδα την ανάσα του, καθώς ο υπερεαλισμός των ιστοριών που αποδίδοντα γρονθοκοπούν το στομάχι σε όποια γλώσσα από τις δέκα που μεταφράστηκε ο «Πουπουλένιος» κι αν ειπωθούν (εδώ σε μετάφραση Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη).
Η σκηνή (εύρημα της Ανδρέου), κοντράρει το ζενίθ και το ναδίρ του ψυχισμού τους, η οριογραμμή αμελητέα αν και ευδιάκριτη, ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, τη νύχτα και τη μέρα, το σκοτάδι και το φως, την αθωότητα και την ενοχή, την κωμωδία και το δράμα, θέτει τις ερωτηματικές συνομολογίες τους ευθύς εξ’ αρχής, κι η οξύτητα της εγγύτητας των αντιθέσεων όπως αποδίδεται μουσικά σε ζωντανή απόδοση ενώ όλα έχουν … πεθάνει ή… θα πεθάνουν σε λίγο, μας ζητά απαντήσεις: Πόσο εύκολα μετακινείται κανείς απ’ την αλήθεια στο ψέμα; Απ’ το σωστό στο λάθος; Πόσο μεμιάς η λογική μπορεί να ενσαρκωθεί σε παράνοια; Τι απ’ όσα ζούμε είναι πραγματικότητα και τι φαντασία; Πότε αρχίζουν και που τελειώνουν οι λέξεις με πράξεις; Το καλό και το κακό εγκιβωτισμένα στη γλώσσα του σώματος του Μίσαλ. Κατακερματισμένος απ’ την ωμότητα των βιωματικών καταστάσεων του, ο ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, μαγικός... άλλοτε ορθώνει ανάστημα στα συμβαινόμενα πατώντας γερά ακόμη στα πόδια του, ορθός κι ευθυτενής κι αποφασισμένος, κι ύστερα επικλινής κουλουριάζεται χαμένος στις μεταφράσεις του μυαλού του, γράφοντας δικά του αφηγήματα…κερδίζει – χάνει σαν σε τρίλιζα …γράφει σβήνει… και πάλι απ’ την αρχή… Απ’ όποια θέση κι αν επιλέξει να μας πει την ιστορία του, κάθε αδέξια, νευρωτική του κίνηση γίνεται κομμάτια… ενός «γιατί», που σ’ όποιο κοινωνικοπολιτικό παζλ κι αν επιχειρήσεις να το συνθέσεις παραμένει αναπάντητο.
Ο Κατούριαν απ’ την άλλη, αποκάλυψη: έκπληκτος ή εριστικός, ευρηματικός σε λεκτική αυτοάμυνα ή επιτιθέμενος στις εξουσίες κάθε μορφής, έξαλλος, θυμωμένος, απορημένος, ευαίσθητος, στοργικός, απόλυτος, υπεροπτικός, εξομολογητικός, αφηγηματικός, προστατευτικός, καταγγελτικός και τιμωρός, ξεδιπλώνει υποκριτικά (ΤΣΕΜΠΕΡΛΙΔΗΣ) όλη την κατάφαση ή την άρνηση της ίδιας της ζωής.
ΣΑΡΑΦΙΑΝΟΣ και ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, (Τουπόλσκι και Άριελ), έχουν μπει τόσο στα παπούτσια της στολής των οργάνων της … τάξης, (τι κι αν δεν την φορούν), που νομίζεις ότι σε λίγο έρχεται και η σειρά σου… πως αν κινηθείς, αν κατά τι παρεκκλίνεις, θα σε συλλάβουν για να σε ανακρίνουν ... θα σε συνθλίψουν κι εσένα (!)
Ένα εξαιρετικό δίδυμο, όπου καταφέρνει να εκπυρσοκροτήσει, εμπαιγμό και φλέγμα, ασέβεια, αγένεια, προσβολή, περιφρόνηση, θρασύτητα, δημιουργώντας την απαιτούμενη ένταση αποκύημα κατάλοιπων της προσωπικής τους διαδρομής στο χρόνο πίσω, κοστοβόρων απωλειών και βίαιων συμπεριφορών…
Το video wall συνεχίζει να προβάλλει σκηνές… πίσω απ’ την ασπρόμαυρη πραγματικότητα… Οι ήρωες συνεχίζουν να προβάλλουν στο σήμερα κατάλοιπα του χθες… Μια καταπράσινη αχτίδα φωτός, ξεπροβάλλει… Άραγε τούτη δα η ελπίδα της διαφορετικότητας που σε κάθε στροφή μας παίρνει ξυπόλυτους στις πιέτες του λασπωμένου από ανάγκες φορέματός της θα σταθεί ικανή να μας επιτρέψει να αποδιώξουμε τους εφιάλτες μας ή κάτω απ’ το μαξιλάρι…το όνειρο θα γίνει εφιάλτης … ? Ακόμη να συνέλθω απ’ τις ταραχές, τους κραδασμούς, το ηλεκτροσόκ και τις φωτιές που άναψε η παράσταση πετυχαίνοντας στο έπακρο τον στόχο της… και έχω από καιρό υπερβεί την ηλικία της ακαταλληλότητας… Σ’ έναν κόσμο που κατ’ επίφαση είναι αγγελικά πλασμένος… ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ, δυστυχώς μας στοιχειώνει τραγικά επίκαιρα … κι εδώ… κι αλλού… και πάντα… Μακάρι ν’ ανοίξουν οι σκηνές κι ο κόσμος να μπορέσει να τον γνωρίσει δια ζώσης…