Με εντατικούς ρυθμούς συνεχίζονται στην ΕΜΣ οι πρόβες του έργου ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΡΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ, του νομπελίστα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ΕΥΓΕΝΙΟΥ Ο’ ΝΗΛ, με πρωταγωνιστές τη Βέρα Κρούσκα, και τον Τάκη Χρυσικάκο που προγραμματίζεται για τον ΙΟΥΝΙΟ απ’ το ΚΘΒΕ.
Ο σκηνοθέτης της πολυαναμενόμενης παραγωγής Θανάσης Σαράντος, πλαισιωμένος απ’ τους εξαίρετους συνεργάτες και συμπρωταγωνιστές (Χρήστο Διαμαντούδη, Σταυριάνα Παπαδάκη, Παναγιώτη Γκιζιώτη και Εύα Κουμανδράκη) μας επιτρέπει «κρυφοκοίταγμα», και με πηγαίο λόγο, όπως πάντα, λύνει τις απορίες μας: Αναπόφευκτα το ταξίδι στη …«νύχτα» που βύθισε η πανδημία ένα χρόνο τώρα τις ζωές όλων μας, κάνει μεγάλες τις μέρες μας… σε υπομονές κι αντοχές.. Οι ηθοποιοί πίσω από μάσκες, πασχίζουμε να βρούμε τις ανάσες της επόμενης μέρας, της στιγμής δίχως συνθήκες που θα μας επιτρέψει να πάρουμε τις ζωές μας πίσω… Στο μεταξύ, κοινωνούμε συναισθήματα, ανταλλάσσουμε καθεστωτικές αγκαλιές εκ του μακρόθεν, ατακάρουμε αντισηπτικά νοήματα κι ενώ φοβόμαστε… ελπίζουμε… περίπου όπως κι οι ήρωές μας… Συχνά αναρωτιέμαι, αλήθεια, πώς να αγκαλιάσει μια μάνα το παιδί της, δίχως άγγιγμα; Χωρίς ένα φιλί; Ένα πλάσμα που ταλανίζεται από φυματίωση και την έχει ανάγκη απόλυτη; Πώς να βρει τον τρόπους να υπερκεράσει σκοπέλους απομακρύνσεων όταν το εγγύς είναι προαπαιτούμε στον ρόλο; Πώς το ερμηνευτικό της εφεύρημα θα «περάσει» στις πρόβες δίχως σωματική διάδραση; Νερά αχαρτογράφητα για όλους και ρόλοι κόντρα, με υπερόπλο το ψυχρό διαδίκτυο των χρονοκαθυστερήσεων μιας πλατφόρμας δίχως… ρόδες, ειδικά για μας τους ηθοποιούς, αφού η δουλειά μας απαιτεί δια ζώσης χτίσιμο χαρακτήρων: να πούμε την ιστορία με σαφήνεια, με πιστότητα, να αναδείξουμε τί κρύβεται πίσω απ’ τις πράξεις των ηρώων, στα μύχια της ψυχής τους, αναλύοντας, ψυχογραφώντας κι αποδίδοντας περιπέτειες χαρακτήρων, αριστοτεχνικά δομημένες, γι’ αυτό και βραβευμένες με Πούλιτζερ αλλά και τόσο διαχρονικά επίκαιρες…
Αυτό μας καίει…αυτό μας πυροδοτεί και τελικά εξ’ αυτού προσαρμοζόμαστε: είναι η ανάγκη μας να ακουστεί το έργο… μακάρι με κοινό…μακάρι με γεμάτες τις πλατείες και τους εξώστες… γιατί οι θεατές είναι οι συμπρωταγωνιστές μας! Όσο εκείνοι μας αποζητούν, άλλο τόσο κι εμείς τους αναζητούμε! Άλλοτε πάλι σκέφτομαι… είναι άραγε, το έθος μας στην νέα κανονικότητα, η σύγχρονη ασθένειά μας, που θα μας ακολουθεί όπως η μορφίνη ή το αλκοόλ τους ήρωες του Ο’ Νηλ; Αδημονούμε να παρουσιαστεί το “Ταξίδι”… Να βγάλουμε τους χαρακτήρες βόλτα στα ανοιχτά… να χαράξουν ρότες με ορίζοντα το άγγιγμα του κόσμου… Να τον πλουταίνουν μαθαίνοντάς του και για τον εαυτό του πράγματα που μπορεί να συντελούνται σεναριακά εν έτη 1912 είναι όμως τόσο επίκαιρα, όπως ειπώνονται στο πλαίσιο μιας πυρηνικής οικογένειας, που ωστόσο, με άλλου ίσως διαμετρήματος προβλήματα και προβληματικές απαντάται σε όλες τις κοινωνίες διαχρονικά. Πριν χρόνια, όταν ήρθα αντιμέτωπος με το κείμενο, πρωτοδιαβάζοντάς το, αναγνώρισα στις σελίδες του προσωπικά βιώματα, όταν για παράδειγμα ο μεγαλύτερος γιος ζει την αντιπαλότητα με τον πατέρα του. Είναι η εσωτερικότητα των ηρώων που αποδίδεται σχεδόν κινηματογραφικά απ’ την πένα του Ο’ Νηλ, και αφορά τελικά έναν προς έναν όλους μας, αν αφαιρέσουμε τα ακραία στοιχεία όπως το αλκοολισμό και τις εξαρτήσεις…
Στη διάρκεια μιας και μόνης μέρας, αναδύονται μηνύματα ολόκληρης ζωής για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ένα απ’ τα κεντρικά θέματα του έργου είναι πόσο ξένος μπορεί να ζήσει κάποιος στον ίδιο του τον τόπο. Οι γονείς είναι μετανάστες πρώτης γενιάς, που ενώ ζουν στην «οικεία ξένη», πασχίζοντας να εγκλιματιστούν στους ρυθμούς της, στιγμή δεν παύουν να μνημονεύουν και να λαχταρούν τη γενέτειρα, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν ζωντανές μνήμες και ρίζες. Ιδιαίτερα ο πατέρας, Τζέιμς Τάιρον, ένας φιλάργυρος ηλικιωμένος ηθοποιός και κτηματίας… Στο άγνωρο περιβάλλον, παρακολουθούμε τη σχέση του με την Μαίρη, μια ταλαιπωρημένη σύζυγο εθισμένη στη μορφίνη ακόμη απ’ την περίοδο μετά τη γέννηση του μικρού της γιου Έντουαρντ. Κάποτε οι δύο άνθρωποι υπήρξαν ερωτευμένοι. Σήμερα παρά τις αντιξοότητες πασχίζουν να κρατήσουν τη σχέση ζωντανή… Οι ουσίες βοηθούν να έρθουν στην επιφάνεια πράγματα που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ήταν μπορετό να ειπωθούν… Αποκαλυπτικές αλήθειες, που πονούν, τόσο εκείνον που τις ξεστομίζει, αλλά κυρίως εκείνους που τις λαμβάνουν. Οι ήρωες σοκάρονται, τρομάζουν απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, σ’ ένα τοπίο ομίχλης που διαπνέει όλες τις πράξεις, που όμως δε θολώνει αλλά αποκαλύπτει τα συμβαινόμενα… Και όσο προχωρούμε στη συνθήκη της νύχτας, οι αλήθειες περιπλέκονται ολοένα και πιο πολύ.
Κωμικοτραγικές καταστάσεις εκτυλίσσονται καθώς ο κάθε ήρωας αναλογίζεται κι αναμετράται με τις επιλογές του. Η μητέρα σ’ απωθημένο καριέρας (ονειρεύονταν να γίνει σπουδαία πιανίστρια στην Ευρώπη), ο πατέρας αυτοκατηγορείται για τις επαγγελματικές του αστοχίες, (αντί για σεξπηρικούς ρόλους ερμηνεύει σαράντα χρόνια τον ίδιο ρόλο), ο μεγάλος αδερφός, ο Τζέιμι, που δεν λαμβάνει τον εαυτό του ως αλκοολικό λέει πως θα μπορούσε να γίνει συγγραφέας… και μέσα σ’ όλα μια ακτίδα φωτός… μια ελπίδα που την συναντούμε στον μικρότερο αδερφό της οικογένειας. Ενώ πάσχει από φυματίωση, μάλιστα η περίπτωσή του φαντάζει σοβαρή, εξακολουθεί να ελπίζει! Είναι ο φάρος! Η ελπίδα του έργου μιας και αγωνίζεται να δημιουργήσει ως ποιητής! Είναι λίγο πολύ ο ίδιος ο Ο’ Νηλ, που ομοίως ταλανίστηκε απ’ τη φυματίωση… Όταν ξέμπλεξε μαζί της, ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Όμως πριν ασχοληθεί με την πνευματική ζωή είχε φθάσει να αγγίξει τον θάνατο. Με το αυτοβιογραφικό «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», μας λέει ότι ακόμη και στις πιο ζοφερές κι ακραίες καταστάσεις υπάρχει ελπίδα, φθάνει ο άνθρωπος να πιστέψει στον εαυτό του και στις εμπειρίες που αποκόμισε στη διαδρομή. Είναι δεξιοτεχνικά ειπωμένο όλο αυτό και παρά το μετέωρο τέλος (αφήνει το φινάλε πολύ ανοιχτό ο συγγραφέας) νοιώθουμε πως αχνοφέγγει πως κάποιος θα τα καταφέρει να ξεφύγει απ’ τη μοίρα του… Ο θεατής συνάμα, την ίδια στιγμή που κλαίει, γελάει… Η παράσταση τότε γίνεται ένα με τη ζωή… Δεν είναι μονοσημαντικές οι στιγμές της… Ενυπάρχουν όλα στη διαδρομή της…
Ζωές κλειδωμένες σ’ ένα σπίτι ανοίκειο… μια εξοχική κατοικία, μιας και κανονική οικία η οικογένεια ποτέ δεν ευτύχησε να έχει, καθώς πέρασαν τη ζωή τους λόγω των περιοδειών του πατέρα, σε ξενοδοχεία. Η μητέρα θα ήθελε ένα κανονικό σημείο αναφοράς, θα ήθελε να ήταν αποκατεστημένα τα παιδιά της, ίσως παντρεμένα, ίσως να έβλεπε εγγόνια… Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβη όμως… όπως και ποτέ δεν συναγελάζονταν με ξένους… δεν τους αρέσουν οι ξένοι… κυρίως λόγω της κατάστασής του εθισμού της στη μορφίνη. Έτσι την ίδια στιγμή που οι αλήθειες τους, τους αλληλοσπαράσσουν, αγαπιούνται παράφορα, καθώς δεν μπορεί να κάνει ο ένας δίχως τον άλλον λεπτό κι αγαπούν και τον χώρο. Ο ίδιος τρίτος γιος του Τζέιμς Ο’ Νηλ, διάσημου ηθοποιού της εποχής και της Έλλα Κουίνλαν, γεννήθηκε σε ξενοδοχείο του Μπρόντγουέι, κι έζησε τραυματικά παιδικά χρόνια που επηρέασαν την προσωπική του ζωή και το έργο του. Η μητέρα του είχε ακριβώς το ίδιο θέμα με την ηρωίδα Μαίρη Τάιρον: στη διάρκεια δύσκολης γέννας, ο γιατρός της για να την απαλλάξει απ’ τους πόνους της χορηγούσε επί μακρόν μορφίνη, σε σημείο που εθίστηκε μια ζωή. Όταν τα πρόσωπα που την πλήγωσαν πέθαναν, πέθανε κι η εξάρτηση για τη μορφίνη. Την έκοψε μαχαίρι.
Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία σήμερα κ. Σαράντο που πιστεύετε ότι … «πονά»; Στο ότι 200 χρόνια μετά την σύστασή μας σε κράτος, δεν καταφέραμε το «μαζί»! «…Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε», που λέει η παροιμία… Κι είναι τραγικό, γιατί δεν καταφέραμε να κάνουμε ειρήνη μεταξύ μας, μιας κι οι αιτίες που μας χωρίζουν είναι αμελητέες, μπροστά στην πλούσια ιστορία μας, τον αξιακό πολιτισμό μας, τα όσα έχουμε ως γένος προσφέρει στην ανθρωπότητα.. Ίσως αν ενστερνιστούμε τι νοηματοδοτεί το «ελληνικός» ως έννοια οικουμενικά, αν πιστέψουμε κι εκτιμήσουμε περισσότερο τους εαυτούς μας… Ίσως τότε και μόνο καταφέρουμε να υπάρξουμε ενωμένοι κι αδιαίρετοι. Με ενοχλεί βαθιά και με προβληματίζει το θέμα της έλλειψης παιδείας. Δεν γνωρίζουμε ιστορία… ούτε καν την δική μας ιστορία… Ούτε κατοχή γλώσσας έχουμε, μιας γλώσσας που παραμένει ζωντανή κι εξελίξιμη πέντε χιλιάδες χρόνια τώρα κι είναι το μεγαλύτερο «όπλο» που διαθέτουμε. Το ότι καταφέραμε να αντέξουμε και να περισώσουμε τη γλώσσα μας, παρά τον δεσποτισμό, τη σκλαβιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και άλλες κατοχές και δεινά, μας έδωσε έναν ενωτικό σύνδεσμο ύπαρξης. Οφείλουμε να την προασπίζουμε και να την μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές. Το έργο ο Ο’ Νηλ το γράφει ανάμεσα στα έτη 1939-1941, σε ηλικία 53ων ετών κι ενώ έχει ήδη χάσει τους γονείς του εδώ και χρόνια. Γραμμένο όπως ο ίδιος σημειώνει «με δάκρυα και αίμα που όχι μόνο αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά θα αφορά και τον άνθρωπο του μέλλοντος». Με πρόσωπα που καθόλου δεν παρεκλίνουν απ’ τα πραγματικά πλην των ονομάτων τους ο συγγραφέας δηλώνει: «Η εργασία μου είναι αξεχώριστη απ’ τη ζωή μου. Δεν έχω γράψει ούτε μια γραμμή που δεν ήταν ο καρπός της προσωπικής μου πείρας».
Αν υποθετικά συναντιόσασταν με τον Ευγένιο Ο’ Νηλ, τι θα του λέγατε; «Προσπαθώ να σε κατανοήσω… Με συγκινείς…. Σε νιώθω δικό μου άνθρωπο» … Μάλλον κάτι τέτοιο θα του έλεγα… Πώς διαχειρίζεται κανείς να σκηνοθετεί ένα εμβληματικό όνομα όπως αυτό της Βέρας Κρούσκα επί σκηνής; Φαντάζομαι ότι έχει ευθύνη και βάρος… Συμφωνώ… όμως είναι τόσο γλυκό κι ελαφρύ το βάρος η συνεργασίας μου με αυτό το μαγικό πλάσμα… Δίπλα της, όλοι μας μ’ έναν τρόπο δεν παύουμε να είμαστε μαθητές… Κάθε μέρα έχεις κάτι να πάρεις από κείνη…. Κάθε στιγμή και μια αποκάλυψη ήθους, μέτρου, αξιών … Αισθάνομαι απίστευτα τυχερός απ’ τον τρόπο που διαβάζει, που ψιθυρίζει ένα κείμενο, που ανακλώθει τον λόγο… Είναι χάρισμα να μπορείς να μιλήσεις… να ακούσεις… να γευτείς το παίξιμό της… Πώς οικειοποιείται την ιστορία, για να μπορέσει ακόλουθα να την προσφέρει στους θεατές… Να τους συνταράξει, να τους κάνει να κατανοήσουν, να νιώσουν, ν’ αφουγκραστούν... Οι ζωές μας συναντήθηκαν στον «Αμερικάνο» του Παπαδιαμάντη. Κι η λάμψη στα μάτια της ήταν το συμβόλαιο που επισφράγισε την συνεργασία μας. Είναι τιμή και χαρά μου η συνεργασία αυτή, καθώς και με τον Τάκη Χρυσικάκο, έναν αντίστοιχα, σπουδαίο ηθοποιό του θεάτρου, που αν και πρωτοσυνεργάζομαι νοιώθω και δέσιμο και οικειότητα και είμαστε ομάδα εξ’ αρχής… Αν τώρα σ’ αυτό προσθέσει κανείς και την απλόχερη φιλοξενία που απολαμβάνουμε απ’ το ΚΘΒΕ, στο οποίο και επανέρχομαι 21 χρόνια μετά την πρώτη μου σκηνοθετική απόπειρα με τον Καλιγούλα το 2000, τη στήριξη και το νοιάξιμο σε κάθε μας βήμα του καλλιτεχνικού διευθυντή Νίκου Κολοβού, νοιώθω πολύ τυχερός και ευγνώμων και συνάμα, έτοιμος να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό με σεβασμό έναντι του καθήκοντος να προασπίσω με το έργο που καταθέτω, το μεγάλο όνομα της κρατικής μας σκηνής. Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου