Κουβαλώ την αύρα ενός σπιτιού – καταπέλτη, καθώς έχω τους διαλόγους του να βάφουν τοίχους της καρδιάς.
«Με συγκλόνισε η καταδίκη που υφίστανται οι μορφές του κάνοντας τα χρόνια των κοριτσιών να μοιάζουν αιώνες υπομονής… και με ενοχλεί που δεν τολμούν να φύγουν».
Μ' αυτές μου τις διαπιστώσεις, καλωσορίζω στη συνάντησή μας την Πόνθια, Ιωάννα Παγιατάκη, απ' το δυναμικό του ΚΘΒΕ, που ετοιμάζεται παρέα με ένα δυνατό cast ηθοποιών, να μεταδώσει τον λόγο του Λόρκα, από τη θέση της "υπηρέτριας" στο «ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ» που κάνει πρεμιέρα διαδικτυακά σε λίγο καιρό απ' το ΦΟΥΑΓΙΕ της ΕΜΣ σε σκηνοθεσία Εύης Σαρμή.
«Έχει στηθεί έτσι εξ’ αιτίας της κατάθεσης της Εύης Σαρμή, μου εξηγεί, ανακαλώντας στη μνήμη περιστατικό-αναγωγής: τις τελευταίες ημέρες στις πρόβες, έχω μια εικόνα πολύ έντονη, που μου έρχεται απ’ το μακρινό παρελθόν της παιδικής μου ηλικίας… Θα’ μια στο Δημοτικό, ένα παλιό νεοκλασικό κτίριο, με ψηλά ταβάνια, και μεγάλες αίθουσες, περίπου σαν την αίθουσα του φουαγιέ… κάνουμε μάθημα και κάποια στιγμή απ’ τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει ένα πουλάκι. Έχει αποπροσανατολιστεί. Πάει στα χαμένα διαγράφοντας κύκλους. Προσκρούει στους τοίχους. Τρέχουμε να ανοίξουμε διάπλατα και τα άλλα παράθυρα, δείχνοντάς του τον δρόμο… Δεν βγαίνει, απ’ την αγωνία του και τις επαναλαμβανόμενες προσκρούσεις, ματώνει, και τελικά, πεθαίνει… Θέλει να βγει, κι όμως, δεν μπορεί! Αυτές είναι οι μορφές του έργου. Πεθαίνουν μέσα τους κάθε λεπτό δίχως να μπορούν να δρασκελίσουν προς μιαν έξοδο. Είναι που πέρασε μέσα τους όλη η καταπίεση και τα όρια. Το ίδιο και για την Πόνθια, που ως δούλα, δεν αποτολμά ομοίως την μεγάλη απόδραση.Το ξέρει πως αδυνατεί, το καταμαρτυρεί σε μια αποστροφή των λεγομένων της: «Αν θα μπορούσα να φύγω, λέει κάποια στιγμή, δε θα ξαναπατούσα εδώ μέσα».
Η Πόνθια φωτίζει και τους δύο πόλους του σπιτιού. Από τη μία τη δύναμη της έφηβης κόρης, που με τον έρωτα ως ισχυρό όχημα βρίσκει τη δύναμη κι αντιστέκεται, κι απ’ την άλλη όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, τα φιμωμένα από φόβο, που θύματα τραγικά, βλέπουμε να καταδυναστεύουν η μια την άλλη.
Όσο υπάρχει βία στον κόσμο, θα υπάρχουν τα θύματά της, και θα γεννούν και άλλα θύματα που έχοντας συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες θα γίνουν θύτες στην πορεία.
Ο Λόρκα, σε ένα του κείμενο που διάβασα έλεγε πως, όσο υπάρχει πείνα με την έννοια και της φυσικής και της πνευματικής υπόστασης, το δεν μπορεί το ανθρώπινο είδος, να ζήσει εν ειρήνη, ισότιμα. Και ζούμε σε μια κοινωνία, ακόμη και σήμερα, εκατό χρόνια μετά, που παράγει και θύματα και θύτες. Θέλω να σταθώ και σ’ ένα άλλο σημείο του έργου: έχεις δει κάποια στιγμή που στραμμένες προς το παράθυρο οι μορφές κοιτάζουν προς τα έξω;
Αναρωτιέμαι, αν ο πυρήνας της κοινωνίας που είναι η οικογένεια είναι καθρέφτης και την αντανακλά, αλήθεια, αν ότι εμείς οι σύγχρονοι έχουμε φτιάξει ως οικογένεια-κοινωνία, κοίταγε προς τα έξω, τί άραγε θα βλέπαμε;
Σκηνοθετικά η Εύη σεβάστηκε τον χώρο, τον άκουσε σε κάθε σπιθαμή. Συχνά θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα για την Πόνθια, που επί 30 ολόκληρα χρόνια, έχει κι η ίδια υποστεί την βία την οποία μέχρις ενός σημείου δέχεται ίσως λόγω θέσης, ιδιότητας και τάξης: πόσο τελικά συνένοχη είναι σ’ όλο αυτό που συμβαίνει; Που ενώ βλέπει, κατανοεί, προσπαθεί να αρθρώσει λόγο αντίστασης σε στιγμές, δεν ξεπερνά τα όρια. Δεν κάνει την επανάστασή της. Κι εκεί έρχεται να κουμπώσει η διαπίστωση του Λόρκα που ανέφερα, πως δηλαδή, αν είμαστε χορτασμένη και υλικά και πνευματικά, τότε μόνο μπορούμε να σπάσουμε αλυσίδες.
Σε πολλά σημεία του έργου, ιδιαίτερα όταν λείπει η μάνα-δυνάστης, παίρνει τον ρόλο της. Γίνεται μάνα – τροφός κι εκβιάζει τα πράγματα με την ευχή να φθάσουν κάπου.
Μακάρι να μπορούσαμε και τότε και σήμερα να ζήσουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Η παράσταση δημιουργεί όπως δομήθηκε ένα άχρονο σύμπαν. Κι αυτή η σύγχρονη ματιά που δημιουργεί και κοιτάζει τον κόσμο, μας αφορά. Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου