Ανγκούστιας στη ΜΠΕΡΝΑΡΤΑ του ΚΘΒΕ που σκηνοθετεί η Εύη Σαρμή γίνεται η Χρύσα Ζαφειριάδου.
Της ζητώ να μου την περιγράψει με όσες αναγνώσεις έκανε στο ρόλο που ενσαρκώνει σχολιάζοντας πως ακόμη και τον λόγο που απευθύνουν η μια στην άλλη, οι υπόλοιπες αδερφές της, δεν έχει την πολυτέλεια να απολαύσει στην στερημένη της ζωή... ξεχωριστή σε όλα .. ξεχωριστή σε τύχη κι ατυχία μαζί...
«Την Ανγκούστιας εγώ και την αγαπώ μου λέει η Χρύσα, και την νοιώθω πολύ. Είναι μια μεγάλη παρεξήγηση η Ανγκούστιας, κι επειδή την έχω διαβάσει απ’ όλες τις πλευρές της, προσπάθησα να κατανοήσω γιατί αυτή η κόρη, η γυναίκα, είναι τόσο ανεπιθύμητη σ’ αυτό το σπίτι.
Είναι η πρωτότοκη του σπιτιού… Επιχείρησα να γυρίσω το χρόνο πίσω στα παιδικά της χρόνια… Είναι μόνη με τη μητέρα της και για εννέα ολόκληρα χρόνια όσα χρειάστηκαν δηλαδή για τη γέννηση της Μαγδαλένας, το παιδί του σπιτιού.
Ένα παιδί άλλου πατέρα. Δεν υπήρχε ούτε η Μπλάνκα ούτε η Πόνθια.
Συχνά αναρωτιέμαι, πώς να ήταν άραγε η σχέση με τη μητέρα της τότε. Η ίδια αποτέλεσε τον κυματοθραύστη στο σπίτι. Ήταν η πρώτη που υπέστη βία. Όλα τα κορίτσια υπόκεινται το καθεστώς της Μπερνάρντα. Ένα καθεστώς φόβου και βίας μαζί. Σε εκείνη όμως πρωτοεκδηλώθηκε.
Η Ανγκούστιας δεν αγγίζεται απ’ τη μητέρα της παρά μόνο όταν υπάρχει τιμωρία. Είναι 39 ετών γυναίκα και ζει σ’ ένα σπίτι με τέσσερις αδερφές που δεν την θέλουν. Που κάθε φορά που λείπει απ’ το δωμάτιο βρίσκουν ευκαιρία να συζητούν αρνητικά πίσω απ’ την πλάτη της.
Την ζηλεύουν, δεν υπάρχει από κανέναν υποστήριξη στο πρόσωπό της, ούτε απ’ την Πόνθια και κάθε επαφή με τη Μπερνάρντα οδηγεί σε κάποιου είδους κακοποίησης, κυρίως συναισθηματικής. Μαθαίνει ότι έχει μια μικρή, μια ελάχιστη ευκαιρία, να φύγει απ’ τους τέσσερις τοίχους του πνιγερού σπιτιού κι από το καθεστώς που υπόκειται, έχοντας μάλιστα δικά της χρήματα και την τύχη να βρεθεί σε ένα άλλο σπίτι, μάλιστα, με έναν νέο άνδρα στο πλευρό της.
Κι όσο υφαίνει το παραμύθι της νέας ζωής στο μυαλό της, μια εκ των αδερφών της, κάνει μια πράξη, που της στερεί δια παντός το όνειρο.
Διαγράφει μια πορεία που θα οδηγήσει στην ελευθερία της…. Ανέχεται κοτσομπολιά, χτυπήματα απ’ τη μητέρα, με μία στωικότητα και την ελπίδα ότι θα φύγει…
Λίγες μόλις μέρες πριν τον γάμο της, η ελπίδα αυτή γκρεμίζεται. Τώρα θα ρωτήσει κανείς, μα γιατί δεν ανοίγει την πόρτα να φύγει; Και νομίζω πως είναι ένα καίριο και δυστυχώς και επίκαιρο ερώτημα. Υπάρχουν όμως πλάσματα που έχουν ενσαρκώσει σε τέτοιο βαθμό κακοποιήσεις που ουσιαστικά δεν μπορούν να δραπετεύσουν απ’ αυτές. Δεν γίνεται να κάνουν αλλιώς…
Λειτουργούν μηχανικά και μόλις η μητέρα το πει «θα σκύψω το κεφάλι», «θα φάω», «θα κοιμηθώ», «θα προσευχηθώ», κι ας είναι αόρατοι οι τοίχοι.
Δεν υπάρχει τίποτε που να την εμποδίζει ουσιαστικά να δραπετεύσει… κι όμως.. ο μεγαλύτερος δεσμώτης μας είναι ο εαυτός μας. Ο εαυτός της την κρατά φυλακισμένη. Η ατολμία της.
Η Ανγκούστιας είναι μια γυναίκα που λειτουργεί ως έφηβο κορίτσι που δεν γνώρισε τον έρωτα και την ελευθερία… είναι στη σφαίρα του φαντασιακού της κόσμου αυτές οι έννοιες. Και είναι και τρομακτικό κι ελκυστικό ταυτόχρονα αυτό για τον χαρακτήρα της.
Ασφυξία… αυτό είναι το βασικό συναίσθημα που νοιώθω για εκείνη… να μην μπορεί να λέει ότι θέλει, να μη μπορεί να μιλήσει, να αναπνεύσει τελικά και γύρω κανείς πραγματικός έμπιστος, κανένας σύμμαχος… Ακόμη και τη στιγμή κατά την οποία ψυχανεμίζεται πως κάτι τρέχει με τον μέλλοντα σύζυγο και πάει να ανοίξει κουβέντα με την Μπερνάρντα, εκείνη απότομα την αποδιώχνει, την σταματά πριν καν καλά καλά αρχίσει και αντί να καθίσει να νοιαστεί να συμβουλέψει να ακούσει την εξομολόγηση μιας γυναίκας προς γυναίκα της λέει «κλείσε τα μάτια» με τον τρόπο της και «βάλε παρωπίδες»., Σύνταξη-Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου