Αντί για… «Φώτα, σανίδι, χαρτί…» η Μάρα Τσικάρα μέσα από τη συχνότητα του «Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας», δίνει λόγο στον… ήχο αυτή τη φορά, φιλοξενώντας στην εκπομπή που συν-επιμελείται με τον Γιώργο Κολοβό, τον Χρήστο Γούσιο, επ’ αφορμή της επικείμενης παράσταση ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ που σε σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα, ανεβαίνει σε λίγο καιρό απ’ το ΚΘΒΕ.
Με σπουδές στην Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής και αντικείμενο την Ακουστική των Αρχαίων Ωδείων, ο Χρήστος Γούσιος, που είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Κινηματογράφου της Α.Σ.Κ.Τ του Αριστοτελείου (με αντικείμενο τον ήχο και τη μουσική στον κινηματογράφο), ξεκινά ήδη απ’ το 1998 την ενασχόλησή του με τον ήχο. Με το σχήμα «The Prefabricated Quartet» στο οποίο παίζει κιθάρα, ντύνουν μουσικά ταινίες μικρού μήκους, σε κάποιες μάλιστα υπογράφει ο ίδιος και τον ηχητικό τους σχεδιασμό.
Το 2008 γράφει μουσική για την μεγάλου μήκους παραγωγή «3 στιγμές» του Π. Σεβαστίκογλου, ενώ την ίδια χρονιά συνεργάζεται και με το ΚΘΒΕ, δημιουργώντας ηχητικά περιβάλλοντα για τον ΟΡΕΣΤΗ του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Ούνκοβσκι Σλόμπονταν.
Στο μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών έρχεται ξανά για να σχεδιάσει ηχητικά το έργο των Ντάριο Φο και Φράνκα Ράμε, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Σαμψαλάκη, τη Λίλα Βλαχοπούλου και τον Στέφανο Πίττα.
Μετά την αποτύπωση της προσωπικής του διαδρομής που ξεκινά με προηγούμενο «λίπασμα» την τυπογραφία που όπως αναφέρει χαρακτηριστικά υπήρξε οικογενειακή σπουδή στην τέχνη, από τον αμερικανό δάσκαλό του Γούιλιαμ Γκλάντ που του εμφύσησε την αγάπη για τη μουσική και τον ενθάρρυνε στην κατεύθυνσή της ακόμη απ’ τα μαθητικά του χρόνια, δηλώνει χαρούμενος για όσα σπουδαία ευτύχησε να του συμβούν στη ζωή του .. «το κοντέρ γράφει … δεύτερο ημίχρονο» λέει «όμως εγώ αποφάσισα ν’ αποφεύγω να γκρινιάζω… τελευταία μάλιστα εστιάζω στη φύση και λέω… η ζωή συνεχίζεται»
Πολυγραφότατος (μόλις κυκλοφόρησε το νέο του cd), πολύ-βραβευμένος (μεταξύ άλλων και απ’ την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου), με διαλέξεις και συγγραφικά πονήματα στο ενεργητικό του αναφέρει: Στο σινεμά, η μουσική που κάνεις πρέπει να υπηρετεί τις εικόνες. Είναι καθοριστικό το τί βλέπεις, σε σχέση με το τί θα ακουστεί μαζί με αυτό. Στο θέατρο έχω δουλέψει λιγότερο. Εκεί, υπάρχει το φανταστικά ενδιαφέρον και συνάμα ριψοκίνδυνο της ζωντανής έκθεσης στο κοινό. Θέλει φοβερή προσπάθεια να «παντρέψεις» αυτό που κάνεις με ό,τι χρειάζεται μια παράσταση. Να είναι λειτουργικό μέσα στην παράσταση. Να την υπηρετεί. Πάντα φοβάμαι μη και δημιουργήσει εκείνο που θέλω να καταθέσω πρόβλημα στην ίδια την παράσταση. Επίσης πιστεύω πως τον ρόλο που διαδραματίζει ο ήχος κι η μουσική δεν την καθορίζεις εσύ. Ο δικός μου ρόλος δεν καθορίζεται από εμένα. Το ευχάριστο βέβαια είναι ότι επιλέγουν τη συνεργασία μου. Άρα ξεκινάς από ένα συν όταν αντιλαμβάνεσαι πως τους αρέσει το σύνολο της δουλειάς σου, το στυλ σου ή αυτό ου έχουν ακούσει από σένα. Άσχετα αν θέλουν ξανά το ίδιο πράγμα, όμως, ο άλλος ακούει κάτι και λέει «θέλω να συνεργαστώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο». Όταν σκέφτομαι μουσική για θέατρο, με παραπέμπει σε ορχήστρες Λες κι είναι κάποιος μαέστρος και με προσλαμβάνει π.χ να παίξω κρουστά, λες κι είμαι τυμπανίστας. Είναι και το έργο το ίδιο: τι δηλαδή ζητά απ’ τον ίδιο τον τυμπανίστα να κάνει. Τι ρόλο δηλαδή θα μου δώσει ο μαέστρος. Έτσι κι εδώ στο θέατρο. Ο ρόλος θα καθοριστεί σε συνεργασία με αυτόν που σκηνοθετεί, πράγμα το οποίο εμένα προσωπικά δεν με πειράζει καθόλου!
-Ακούς ήχους όταν θα λάβεις ένα τηλεφώνημα για να σε προτείνουν για ένα έργο ακόμη απ’ τον τίτλο του; -Εννοείται!!! Από ένα σημείο και μετά βέβαια, για να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, πρέπει να σκεφτείς τη δουλειά σου. Κι όταν εμένα με φωνάζουν να δουλέψω για μια παράσταση, ή για ένα κινηματογραφικό έργο, ή για οτιδήποτε άλλο έχει οπτικοακουστικά, αρχίζω και σκέφτομαι αποκλειστικά τους ήχους. Η δικιά μου η δουλειά είναι να σκέφτομαι αποκλειστικά αυτό το πράγμα. Και μετά να αφαιρέσουμε φυσικά. Γιατί πάντα η δικιά μου σκέψη, κι όλων των ανθρώπων που εξειδικεύονται σε κάτι, είναι στο να εκφραστούν και οι ίδιο μέσα απ’ αυτό. Άρα και μόνο που μου λέει κάποιος έναν τίτλο για κάτι, εγώ αρχίζω και σκέφτομαι τι θα μπορούσε να υπάρχει ηχητικά εκεί μέσα. Το 2008 είχα δουλέψει στο ΚΘΒΕ για τον ΟΡΕΣΤΗ. Η Λυδία Φωτοπούλου που υποδύονταν την Ηλέκτρα, μιλώντας στον αδερφό της σε κάποια σκηνή, έβγαζε τρία τσιμπιδάκια και τα έριχνε αργά αργά σε μια σκηνή. Μου λέει ο σκηνοθέτης «Θέλω εδώ πέρα ήχο για το τσιμπιδάκι που πέφτει». Ωραία, έφτιαξα κι εγώ, τρεις διαφορετικούς ήχους κι ακούγονταν ένα «πλιν πλον πλαγκ», σαν τρεις σταγόνες μαζί. Κι είμαστε στο Θέατρο Δάσους κι έβαζα κι εγώ τους ήχους δοκιμάζοντας, γιατί μου είχε πει «έλα, να αρχίσεις να δοκιμάζεις». Πολύ ωραία η προσέγγισή του, κρατική η συνεργασία, τελειώνει λοιπόν αυτή η σκηνή κι έρχεται και μου λέει «πάρα πολύ ωραίοι ήχοι». Του λέω «ευχαριστώ». Με ρωτάει «ήταν τρεις διαφορετικοί»; Απαντώ «ναι». «Και γιατί ήταν τρεις διαφορετικοί»; Του λέω «γιατί είναι για τον πατέρα της, για την μάνα της, και τώρα για τον αδερφό της που θα πεθάνει». Με φιλάει και λέει «Ωραία όμως εγώ θέλω μόνον έναν ήχο». Είχε δίκιο! Και ξέρεις γιατί είχε δίκιο; Γιατί ένας θεατής που θα πάει σε αυτή την παράσταση και θα ακούσεις τρεις διαφορετικούς ήχους όταν πέφτει τσιμπιδάκι θα μπερδευτεί. Η πράξη πέφτει τσιμπιδάκι είναι μία. Ο ήχος πέφτει στο πάτωμα τσιμπιδάκι, είναι ένας. Μπορεί αυτό να τον μπλοκάρει, να τον βάλει σε σκέψεις και δεν χρειάζονται ενδιάμεσες σκέψεις στο θέατρο. Δεν πρέπει η ροή κανενός θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου να διακοπεί επειδή κάποιος «τρελάρας», έβαλε τρεις διαφορετικούς ήχους την ώρα που πέφτει, τσιμπιδάκι και τις τρεις φορές. Είχε δίκιο! Καταλαβαίνεις; Για μένα ήταν από τα ωραιότερα μαθήματα που έχω πάρει. Βέβαια, εγώ συνεχίζω να βάζω τρεις διαφορετικούς ήχους στα τσιμπιδάκια. Αλλά πάντα όλο αυτό το πράμα φιλτράρεται. Όμως νομίζω τελικά αυτή είναι η δουλειά μου δηλαδή η υπηρεσία και το χρέος μου. Οφείλω να πράξω τα μέγιστα. Τώρα, αν θα χρησιμοποιηθούν τα μέγιστα, δεν είναι δικιά μου απόφαση… Ο ήχος είναι κάτι το οποίο, επειδή ακριβώς είναι αόρατος, κατά περιόδους μας απασχολεί και κατά περιόδους δεν μας απασχολεί. Το ευχάριστο είναι πως τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να μας απασχολεί έντονα μέσα στα θεατρικά και κινηματογραφικά έργα. Δηλαδή, συμβαίνουν πράγματα και στο ελληνικό σινεμά και στο ελληνικό θέατρο, τα οποία πριν από αρκετά χρόνια δεν συνέβαιναν. Υπάρχει πλέον η δυνατότητα να βάλεις κάποιες ηχητικές πινελιές μέσα στο οποιοδήποτε έργο και να δώσουν κάτι που παλαιότερα δεν υπήρχε. Κι επίσης, υπάρχει η δυνατότητα να δοκιμάζεις και να πειραματίζεσαι με πράγματα, όπου ο ήχος έχει τη δυνατότητα, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, να πει πράγματα και να αφηγηθεί, όντας ταυτόχρονα και διακριτικός. Ο ήχος για παράδειγμα ενός σπιτιού αφήνει και λίγο τη φαντασία ελεύθερη. Είναι κάτι που είχα διαβάσει πριν από αρκετά χρόνια, σε ένα καταπληκτικό βιβλίο του Σον Στριτ με τίτλο «η ποίηση του ραδιοφώνου». Έγραφε λοιπόν ότι «το ραδιόφωνο, επειδή είναι το κατ’ εξοχήν ηχητικό μέσο δίνει στην φαντασία διαστάσεις αίσθησης». Οπότε, ακούς μια φωνή και στο μυαλό σου ξέρεις πως φαντάζει αυτός ο άνθρωπος. Κι αν εγώ ξέρω πως φαντάζει π.χ η Μάρα, κι η Μάρα ξέρει πως μοιάζει ο Χρήστος, κάποιος που μας ακούει και δεν μας έχει, δει μπορεί να φανταστεί τα πρόσωπά μας με κάποιον άλλο τρόπο, απ’ τις φωνές μας κι απ’ τον τρόπο που ακουγόμαστε. Αντίστοιχα αν ακούσεις τον ήχο από ένα περιβάλλον, έχεις την ελευθερία να σκεφτείς εσύ το δικό σου δάσος, το δικό σου σπίτι, το δικό σου εσωτερικό αυτοκινήτου, τη δικιά σου παραλία. Το οποίο είναι από τα πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα που έχει η αφήγηση του ήχου. Η μουσική είναι το καμάρι της οικογένειας του ήχου. Δεν μπορώ να το πω πιο απλά. Δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι που είναι μέσα στον κόσμο του ήχου, τη μουσική έχουμε για καμάρι. Είναι το παιδί μας για το οποίο είμαστε φοβερά υπερήφανοι. Φυσικά υπάρχουν και κάποια στοιχεία οργάνωσης του ήχου, που έχουν μέσα και διαστάσεις μουσικότητας.
-ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ κι ο ήχος παίζει σημαντικό ρόλο στην παράσταση που σε λίγο θα δούμε στο ΚΘΒΕ Αυτό έχει να κάνει με τον Μιχάλη τον Σιώνα, τον σκηνοθέτη του έργου, που είναι ένας άνθρωπος που τα ηχητικά και μουσικά γρανάζια του λειτουργούν πάρα πολύ δυνατά στο είναι του. Είναι κι ο ίδιος μουσικός, παίζουμε και μαζί χρόνια. Αλλά είναι και δική του βαθιά πεποίθηση η δυνατότητα να πει πράγματα με τον ήχο. Είναι μια παράσταση που δεν έχει σκηνικά, δεν έχει φώτα, και οροθετούνται κάποιες δράσεις και χώροι με τον ήχο μόνο, ο οποίος παίζει από κασετόφωνο. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό για όλους όσοι συμμετέχουμε νομίζω. Θα ήθελα να πιστεύω και για τους ηθοποιούς… Και για μένα, αφού καλούμαι να φτιάξω πράγματα απ’ τη μια λειτουργικά απ’ την άλλη να δέσουν με τη δραματουργία πετυχαίνοντας τον σκοπό τους. Να διαμορφώσουν τους χώρους μέσα απ’ τον ήχο. Αυτό προέκυψε με κάποιες κουβέντες που κάναμε προηγούμενα. Για παράδειγμα, αυτή η περιβόητη ενορία που μιλάμε στην πατρίδα μας. Λέμε λόγου χάρη «ποια είναι η ενορία σου» ; «… η τάδε»! Η ενορία λοιπόν, είναι εντός των ορίων που φθάνει ο ήχος της καμπάνας. Και το τελευταίο σπίτι στο χωριό, πρέπει να ακούσει την καμπάνα. Αυτή λοιπόν είναι η ενορία μας. Κατά συνέπεια, αν ο ήχος της καμπάνας, ορίζει τα όρια του χωριού μας, γιατί να μην μπορεί να ορίσει με το ηχοτοπίο της κασέτας, τον χώρο μέσα στο σπίτι που ζει το «Ελεύθερο ζευγάρι»; Αυτή είναι αν θες η σκέψη ή αυτό προσπαθούμε κι εμείς να δούμε, κατά πόσο λειτουργεί μέσα στην παράσταση, και ομολογώ πως έως τώρα, λειτουργεί πολύ καλά.
-Ο ήχος θα βγαίνει από κασετόφωνο; Από κασετόφωνα! Υπάρχουν διάφορα κασετόφωνα που είναι στο χώρο και απ’ αυτά θα παίζουν οι διάφορες συνθέσεις που φτιάχνουμε
-Τα οποία θα διαχειρίζονται οι ηθοποιοί; Μάλιστα ναι… Έχουμε φροντίσει, τα διάφορα ηχογραφήματα να παίξουν από διάφορες κασέτες. Υπάρχουν πολλά κασετόφωνα και σε κάποιες σκηνές συγκεκριμένες, θα βάλουν συγκεκριμένη κασέτα που απλά θα παίξει δεν θα χρειαστεί FFW… Το χαίρονται ιδιαίτερα οι ηθοποιοί. Παρακολουθώντας τις πρόβες χαίρομαι που είμαι στο «Ελεύθερο ζευγάρι» πολλαπλά. Υπάρχει φοβερά ωραία ενέργεια στις πρόβες και νομίζω βγαίνει κάτι που όλοι όσοι συμμετέχουμε είμαστε υπερήφανοι.
-Στις διαδικτυακές πρόβες; Νομίζω οτιδήποτε σχετίζεται με την ενέργεια της συνύπαρξης των ανθρώπων, όταν γίνεται διαδικτυακά σου στερεί ένα κομμάτι που είναι στον πυρήνα της ουσίας. Δηλαδή η πρόβα, νομίζω πως δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει, είτε στο θέατρο είτε στο σινεμά είτε στη μουσική εξ’ αποστάσεως με αξιώσεις αντίστοιχες.
-Και δια ζώσης; Εντάξει, είχαμε κάνει κάποιες πρόβες πιο πριν, αλλά τώρα που ξανάρχισαν οι πρόβες είναι εξαιρετικά, είναι πάρα πολύ ωραία. Το ωραίο κάθε φορά είναι ότι συνειδητοποιώ κάτι επιπλέον για τη δικιά μου δουλειά. Γιατί το να πεις ότι κάνω αυτό με τον ήχο μες σε μια παράσταση, δεν είναι ξεχωριστό απ’ την υποκριτική. Δεν είναι ξεχωριστό απ’ το πιθανό σκηνικό που δεν υπάρχει εδώ, αλλά όλα συνδέονται μεταξύ τους. Δηλαδή εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι που να μην ταιριάζει με τον τρόπο που ερμηνεύουν η Λίλα ο Γιάνννης… Πρέπει αυτό που κάνω να είναι ταιριαστό, λειτουργικό για την παράσταση. Άρα είναι πράγματα που συνέχεια τα επανεξετάζει κανείς. Και επειδή ακριβώς είναι πολύ δημιουργικό είναι και πολύ όμορφο και για μένα. Ας πούμε, το σημαντικότερο είναι να μπορούν να ερμηνεύσουν, χωρίς να σκέφτονται το κομμάτι του ήχου και της μουσικής οι ηθοποιοί. Από την άλλη, θεωρώ φοβερά σημαντικό, να μπορούν τα ηθογραφήματα κι όλες οι συνθέσεις που ετοιμάζονται γι’ αυτή την παράσταση να καταλάβουν καθ’ ολοκληρία τον χώρο ο οποίος τους παρέχεται. Δηλαδή, εφόσον λόγου χάρη, πρέπει να έχουμε μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και ξαφνικά βρισκόμαστε σ’ ένα εξωτερικό περιβάλλον, θα πρέπει αυτό για τα πέντε, δέκα, είκοσι δευτερόλεπτα που διαρκεί να είναι φτιαγμένο μ’ έναν τρόπο που θα εξυπηρετήσει πραγματικά όλη την παράσταση. Και αναφορικά με την ποιότητα του και αναφορικά με το περιεχόμενό του… Και αναφορικά με το συναισθηματικό του περιεχόμενο.
Πιστεύω στη δουλειά και θυμάμαι σ’ ένα master class στο Τμήμα Κινηματογράφου που έκανε ο Γαβράς, ήταν ένας φοιτητής που τον ρώτησε και είπε «έχω να σας παροτρύνω για τρία πράγματα: δουλειά, δουλειά και δουλειά». Κατά συνέπεια, εγώ ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Η έμπνευση είναι ότι έρχεται μ’ έναν μαγικό τρόπο, αλλά δεν μπορείς να περιμένεις. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να βγάλει καρπό οποιοδήποτε δεντράκι αν δεν το φροντίσεις κιόλας. Φροντίδα λοιπόν είναι η δουλειά στο δικό μου το μυαλό. Έχω μάθει να δουλεύω. Ακόμη κι όταν δεν έχω τα υλικά, δουλεύω σε μια παράσταση που είναι αόρατη στο κεφάλι μου. Θέλω να πω ότι αν δεν υπάρχει η βάση για να αρχίσει η δικιά μου η δουλειά, τότε, βρίσκω μια βάση για να αρχίσω τη δικιά μου τη δουλειά. Είναι αυτή η περιβόητη σούπα με χαλίκια που λέμε. Παίρνεις μια χούφτα με χαλίκια κι αρχίζεις να τη βράζεις. Και μετά βγάζεις λίγα χαλίκια και βάζεις ένα καρότο που βρήκες μέσα. Και μετά λίγο σέλινο και βγάζεις κι άλλα χαλίκια. Κι ύστερα μια πατάτα, λίγο αλάτι, λίγο πιπέρι, και μετά έχεις μια χορτόσουπα. Άρα το μόνο πράγμα που ξέρω και υπηρετώ είναι το να δουλεύω, για το κάθε τι που έχω μπροστά μου. Το κομμάτι της έμπνευσης δεν μπορώ να το ισοπεδώσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που τα’ χω ζήσει κι εγώ στο κοντινό παρελθόν, να γίνονται πράγματα που να μην αντιλαμβάνομαι πως ακριβώς έχουν συμβεί. Αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτά ήταν απόρροια της απρόσκοπτης δουλειάς και δεν είχαν να κάνουν με τίποτε άλλο.
-Θα τη θυμάσαι την περίοδο αυτή που ζούμε; Νομίζω ότι γενικά η μνήμη όσο πιο καλά λειτουργεί τόσο πιο καλά πορευόμαστε. Όλα αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα ότι κάπου πεθαίνουν, εδώ δεν πεθαίνουν, και μετά εδώ πεθαίνουν, γιατί; Γιατί ο δικός μου άνθρωπος; Γιατί εγώ που πρόσεχα; Κι όλα αυτά τα πράγματα.. αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε εύκολα. Όπως επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε εύκολα, το πως αντιμετωπίζουμε όλο αυτό ο καθένας κι η καθεμιά. Ποιος βοηθάει, ποιος δεν βοηθάει, ποιος νοιάστηκε ή αν εμείς νοιαστήκαμε για κάποιον; Τα παιδιά μας τί κάνουν; Εγώ έχω κι έναν έφηβο που ζούμε μαζί. Ούτε εγώ πρέπει να ξεχάσω το πως περνάει αυτές τις μέρες, ούτε κι εκείνος το τί κάνω εγώ, προσπαθώντας να τον βοηθήσω αυτές τις μέρες. Νομίζω ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε πράγματα που αφορούν εμάς και τους γύρω μας… Αυτό σε γενικές γραμμές… αλλά, δεν ξέρω, μου φαίνεται ότι πρέπει να σκεφτώ πολύ για να απαντήσω σοβαρά σ’ αυτό που με ρωτάς... αυτό που ζούμε είναι πολύ ιδιαίτερο, απρόβλεπτο και κανείς δεν θα μπορούσε να το είχε φανταστεί. Το να σταματήσει όλη η δραστηριότητα του δυτικού κόσμου για ενάμιση μήνα την άνοιξη του 2020 είναι κάτι που ούτε σε ταινία δεν θα μπορούσε να παίξει. Μας ξεπερνάει όλους! Το να είναι τα σχολεία κλειστά και τα παιδιά να μην μπορούν να κάνουν μαθήματα, παρά μονάχα on line, την ώρα που ο προηγούμενος διάλογος ήταν «μην είσαι τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή» είναι μια φοβερή αντίφαση. Αν κάτι δεν θα ήθελα να ξεχάσω είναι αυτό… ότι υπάρχουν φοβερές αντιφάσεις σ’ όλο αυτό που ζούμε και απ’ αυτές γεννιέται και η οργή του κόσμου. Πρόκειται για μια άνιση μάχη. Δεν έχουμε τα μέσα και τους τρόπους να το αντιμετωπίσουμε. Γεννιέται ένας νέος κόσμος τον οποίο αγνοούμε. Χαίρομαι πάρα πολύ τη συναναστροφή με νέους ανθρώπους. Κάποιες φορές, αντιλαμβάνομαι ότι ο κώδικας είναι τελείως διαφορετικός… Αλλά είναι διαφορετικός, δεν είναι, καλύτερος ή χειρότερος! Είναι άλλος. Αλλάζουν οι άνθρωποι, οι συμπεριφορές των ανθρώπων, οι συνήθειες των ανθρώπων. Αλλά εμένα δεν με πειράζει καθόλου αυτό το πράγμα. Προσπαθώ να είμαι κοντά. Θα ήθελα κάποια στιγμή να γράψω ένα κείμενο αναφορικά με το undo το οποίο όταν γίνεται τρόπος ζωής αρχίζουν και δυσκολεύουν τα πράγματα. Το να μπορείς να κάνεις undo σε κάθε do σημαίνει ότι για να κάνεις κάτι, πρέπει πρώτα να αποκλείσεις πολλά πράγματα, ενώ αν δεν υπάρχουν πολλά undo, πρέπει να έχεις σκεφτεί πολύ καλύτερα πριν κάνεις. Επίσης η νιότη δεν σφάλει ποτέ.Όταν ανατρέχω στη δική μου εφηβεία και νιότη, τα τότε θέλω ήταν και τα ορθά! Ξέρουν πολύ καλά όσοι είναι εδώ μέσα και σπουδάζουν σινεμά ξέρουν πολύ καλά τι θέλουν να κάνουν οπότε έχω μεγάλη πίστη, μεγάλη ελπίδα για όλους τους ανθρώπους που θέλουν να ασχοληθούν με την καλλιτεχνική έκφραση.