O Τζον Κίνγκσλεï Όρτον γεννήθηκε στο Λέστερ της Βρετανίας το 1933. Πρωτότοκος γιος της εξαμελούς οικογένειας Όρτον, μεγάλωσε σε μία οικογένεια όπου ο αγώνας για επιβίωση απομάκρυνε τους γονείς από τα παιδιά, αλλά και τους γονείς μεταξύ τους. To 1951, ξεκινώντας τις σπουδές του, με υποτροφία, στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου (RADA), γνώρισε τον Κένεθ Χάλιγουελ, ηθοποιό και συγγραφέα, επτά χρόνια μεγαλύτερό του, ο οποίος γίνεται φίλος του, μέντορας, εραστής και, τελικά, δολοφόνος του. Το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Τα γούστα του κύριου Σλόαν (1964) σημείωσε τεράστια επιτυχία, ενώ παράλληλα προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Στη συνέχεια έγραψε ένα βίαιο έργο για την τηλεόραση με τίτλο Ο καλός και πιστός υπηρέτης. Η δεύτερη μεγάλη επιτυχία του ήρθε με το έργο Loot, κερδίζοντας το βραβείο της εφημερίδας Evening Standard, του καλύτερου θεατρικού έργου της χρονιάς. Ωστόσο, η επιτυχία και διασημότητα άρχισε να φθείρει τη σχέση του με τον Χάλιγουελ. Το τελευταίο του έργο, Αυτά που είδε ο Μπάτλερ, που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1967, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1969, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο τίτλος του έργου προέρχεται από τον τίτλο ενός διάσημου κινηματογραφικού φιλμ, το οποίο είχε δημιουργηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα για να προβάλλεται σε συνεχόμενες εικόνες, μέσα από μια μορφή εικονοσκοπίου, το «Μουτοσκόπιο» (πρόδρομος της κινηματογραφικής μηχανής). Στις 9 Αυγούστου 1967, κατά τη διάρκεια ενός καβγά, ο Όρτον δολοφονήθηκε με οκτώ χτυπήματα με σφυρί στο κεφάλι από τον εραστή του, Χάλιγουελ, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Ο Όρτον, ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους θεατρικούς συγγραφείς, σόκαρε συνεχώς τη Βρετανία με τα έργα του και τη σκληρή του γραφή, ενώ παράλληλα διασκέδασε το κοινό με τις προκλητικές κωμωδίες του. Στη σύντομη συγγραφική του καριέρα, κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με τον όρο «μαύρη κωμωδία» και να καθιερωθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της φάρσας του 20ού αιώνα. Σύνταξη: Αιμιλία Καρακόκκινου