Στις 8 Σεπτεμβρίου 1873 γεννιέται στο Λαβάλ της Μαγιέν, στη Γαλλία, ο Αλφρέντ Ανρί Ζαρύ (Alfred Henri Jarry), γιος του μεγαλεμπόρου Ανσέλμ Ζαρύ (Anselme Jarry) και της Καρολίν Κερνέστ (Caroline Quernest). Το φθινόπωρο του 1879 η μητέρα του –που ενδιαφερόταν για τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τη μουσική– εγκαταλείπει τον αλκοολικό σύζυγό της και μετακομίζει με τα παιδιά της, τον Αλφρέντ και τη Σαρλότ (Charlotte), στο πατρικό της σπίτι, στο Σεν Μπριέ, προκειμένου ο Αλφρέντ να προετοιμαστεί για σπουδές στο πανεπιστήμιο. Τον Οκτώβριο του 1888, ο δεκαπεντάχρονος Ζαρύ γράφεται στο σχολείο της Ρεν, όπου συνδέεται φιλικά με τους συμμαθητές του Henri και Charles Morin. Οι αδελφοί Morin είχαν γράψει ένα σατιρικό έπος με τίτλο 'Οι Πολωνοί' (Les Polonais), προκειμένου να σατιρίσουν τον καθηγητή τους της φυσικής κ. Hébert. Ο Ζαρύ επεξεργάζεται το έργο, του δίνει μορφή κωμωδίας και το ανεβάζει με μαριονέτες στο σπίτι του και στο σπίτι των Morin. Το έργο αποτελεί την πρώτη εκδοχή του 'Υμπύ Βασιλιά' ('Ubu Roi' ). Την ίδια εποχή γράφει και την πρώτη εκδοχή του 'Υμπύ κερατά' ('Ubu Cocu'). Σε ηλικία 18 ετών, ο Ζαρύ πηγαίνει στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Λύκειο 'Ερρίκος Δ΄', όπου παρακολουθεί μαθήματα Ανώτερης Ρητορικής. Εκεί, θα γνωρίσει τη ζωή του μποέμ: πίνει πολύ αλκοόλ, καπνίζει όπιο και συναναστρέφεται τους φιλολογικούς κύκλους. Παράλληλα, διοργανώνει στο σπίτι του, στη λεωφόρο Πορ Ρουαγιάλ, παραστάσεις του 'Υμπύ Βασιλιά' και του 'Υμπύ κερατά' και αρχίζει να γίνεται γνωστός στους θεατρικούς κύκλους της πόλης. Στην αναγνωρισιμότητά του συνέβαλε και η εκκεντρική περσόνα την οποία αυτό το διάστημα αρχίζει να υιοθετεί: κυκλοφορεί στους δρόμους του Παρισιού φορώντας περίεργα και ασυνήθιστα ρούχα, κρατώντας μια πράσινη ομπρέλα (σύμβολο της 'δύναμης' των μεσοαστών στον Υμπύ Βασιλιά), ενώ έχει συνέχεια μαζί του ένα όπλο. Λέγεται ότι, όταν κάποτε του ζήτησαν στον δρόμο φωτιά, ο Ζαρύ έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε – πράξη που δημιούργησε φωτιά. Κάθε πλευρά της ζωής του, ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια, στόχευε στο να ταράξει τα 'καθημερινά και εγκόσμια'. Με αυτόν τον τρόπο, μέσω της υπερβολής και της αίσθησης του παράλογου και απορρίπτοντας κάθε μορφή αρχής, κοινωνικής συμβατικότητας αλλά και θρησκευτικής πίστης, ο Ζαρύ επαναστατούσε ενάντια στη μετριότητα της μπουρζουαζίας και στην υποκρισία της αστικής ηθικής της εποχής του. Κάθε του πράξη αποσκοπούσε στην υπερβολή της πραγματικότητας, που ο ίδιος θεωρούσε ως το μοναδικό μέσο απελευθέρωσης της ψυχής από τα δεσμά της μεσοαστικής ζωής. Το 1893, η μητέρα του Ζαρύ μετακομίζει στο σπίτι του, για να τον φροντίσει, καθώς είναι άρρωστος, αλλά, αρρωσταίνει βαριά και η ίδια και πεθαίνει. Ο θάνατός της στάθηκε καθοριστικός για τη μετέπειτα πορεία του Ζαρύ, αφού, σύμφωνα με τον μελετητή Roger Shattuk, η μητέρα του ήταν αυτή που τον κρατούσε σε επαφή με την πραγματικότητα. Μετά τον θάνατό της, συνειδητά ή μη, ο Ζαρύ αρχίζει σταδιακά να περνά σε μια κατάσταση 'μόνιμης εφηβείας', τόσο στην τέχνη του όσο και στην προσωπική του ζωή, εξαλείφοντας τη διάκριση μεταξύ ζωής και τέχνης. Ο κεντρικός ήρωας των έργων του, ο Υμπύ, το σύμβολο της αστικής ηλιθιότητας και ανευθυνότητας, 'εκδικήθηκε' τον δημιουργό του παίρνοντας τη θέση της προσωπικότητας του. Ο Υμπύ είναι ο Ζαρί. Και ο Ζαρί ο Υμπύ. Αμφότεροι δεν θα πάψουν να ψέγουν τη βλακεία και την κακία των ανθρώπων, με όπλα το χιούμορ και τη γλώσσα. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1895, ο Ζαρύ καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και κατατάσσεται στο 101ο Σύνταγμα πεζικού του Λαβάλ. Απαλλάσσεται, όμως, τον Νοέμβριο της ίδια χρονιάς, λόγω χρόνιας χολολιθίασης. Ωστόσο, η τραυματική εμπειρία του στρατού θα επηρεάσει τα μετέπειτα κείμενά του. Την επόμενη χρονιά γνωρίζεται με τον Lugné-Poe, διευθυντή του Théâtre de l’ Oeuvre, και αναλαμβάνει τα καθήκοντα της γραμματείας, της διαχείρισης και της διαφήμισης του θεάτρου, ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως σύμβουλος δραματολογίου. Στις 10 Δεκεμβρίου 1896, το Théâtre de l’ Oeuvre ανεβάζει τον Υμπύ Βασιλιά, στην αίθουσα Nouveau Théâtre, στην οδό Μπλανς 15. Η σκηνοθεσία είναι του Lugné-Poe, η μουσική του Claude Terasse, το ντεκόρ και οι μάσκες των Pierre Bonnard, Sérusier, Toulouse-Lautrec, Vuillard, Ran-son και του ίδιου του Ζαρύ. Το έργο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο από την πλευρά του κοινού όσο και της κριτικής και οι παραστάσεις δεν συνεχίστηκαν. Ωστόσο, 'ο Υμπύ Βασιλιάς' ανεβαίνει την επόμενη χρονιά στο Théâtre des Pantins, στην οδό Μπαλί 6, με τις μαριονέτες του Pierre Bonnard. Την ίδια περίοδο, ο Ζαρύ ολοκληρώνει το 'νέο επιστημονικό' μυθιστόρημά του με τίτλο 'Άθλοι και απόψεις του Δρος Φαουστρόλ' ('Les gestes et opinions du Docteur Faustroll', Pataphysicien), στο οποίο επεξεργάζεται την 'Παταφυσική', την επιστήμη των 'φανταστικών λύσεων'· το κείμενο θα εκδοθεί μετά τον θάνατό του, το 1911. Τον Μάιο του 1906, ο Ζαρύ, εξασθενημένος από χρόνιο υποσιτισμό και από υπερβολική κατανάλωση κρασιού, αψεντιού και αιθέρα, εγκαταλείπει το Παρίσι σε κατάσταση σωματικής και οικονομικής κατάρρευσης και εγκαθίσταται στο σπίτι της αδερφής του Σαρλότ, στο Λαβάλ. Την 1η Νοεμβρίου του 1907 πεθαίνει στο νοσοκομείο de la Charité του Παρισιού από φυματίωση, Η κηδεία του έγινε στο κοιμητήριο Bagneux την Κυριακή 3 Νοεμβρίου.