Η τραγωδία Ιφιγένεια η εν Αυλίδι γράφτηκε στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου, στα χρόνια 408-406 π.Χ., λίγο πριν από τον θάνατο του Ευριπίδη. Αποτελεί μία από τις πέντε τραγωδίες του με θέμα από τον Τρωικό κύκλο, και μαζί με τις Βάχκες είναι τα δύο τελευταία δράματά του. Παραστάθηκε στα Μεγάλα Διονύσια μετά τον θάνατό του, από τον Ευριπίδη τον Νεότερο (γιό ή ανιψιό του μεγάλου τραγικού) και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Η τραγωδία εστιάζει στην απόφαση του Αγαμέμνονα, αρχιστράτηγου των Αχαιών, να θυσιάσει την κόρη του την Ιφιγένεια, ώστε να μπορέσει να σαλπάρει για την Τροία ο ελληνικός στόλος, που έχει ακινητοποιηθεί λόγω άπνοιας στην Αυλίδα. Αυτό είναι το θέλημα της θεάς Άρτεμης, όπως αποκαλύπτει με τον χρησμό του ο μάντης Κάλχας. Έτσι, ο Αγαμέμνονας καλεί την Ιφιγένεια στην Αυλίδα, με το πρόσχημα του γάμου της με το πρωτοπαλίκαρο των Αχαιών, τον Αχιλλέα, προτού αναχωρήσουν για τον πόλεμο. Παρά το φρικτό δίλημμα που αντιμετωπίζει, αφού καλείται να επιλέξει μεταξύ της κόρης και της πατρίδας του, ο Αγαμέμνονας υπακούει στην «ανάγκη» και αποφασίζει να προχωρήσει στη θυσία, αγνοώντας τις ικεσίες της Κλυταιμνήστρας, της Ιφιγένειας, του Αχιλλέα, ακόμα και του ίδιου του Μενέλαου. Η ευγενική Ιφιγένεια τελικά συμφιλιώνεται με την τραγική μοίρα της και αποδέχεται να θυσιαστεί υπέρ πατρίδας. Στο τέλος του έργου, ένας αγγελιοφόρος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα ότι η Ιφιγένεια εξαφανίστηκε από τον βωμό προτού δεχτεί το θανάσιμο χτύπημα. Σ' αυτό το κορυφαίο δράμα του, όπου οι χαρακτήρες εξελίσσονται από επεισόδιο και σε επεισόδιο, ο Ευριπίδης, βαθιά σοφός και ώριμος, αναδιευθετεί το επικό υλικό και, απευθυνόμενος στους διχασμένους Έλληνες της εποχής του, γίνεται ο κήρυκας της φιλοπατρίας. Σημείωμα σκηνοθέτη O Ευριπίδης, στο τέλος της ζωής του, μας δίνει ένα έργο μεταπτώσεων και συνεχόμενων διλημμάτων, έμπλεο ειρωνείας και αναπάντεχων κωμικών στιγμών. Ένα κείμενο που συνεχίζει να εγείρει πληθώρα φιλολογικών, δραματολογικών και θεατρολογικών συζητήσεων. Όπως και τα υπόλοιπα έργα που πραγματεύονται τα του Οίκου των Ατρειδών, περιέχει πρόσωπα στιγματισμένα με μια προγονική κατάρα. Άρα γνωρίζουμε εκ των προτέρων πως τα πράγματα είναι πιθανόν να μην εξελιχθούν ομαλά. Εμποτισμένο από την ατμόσφαιρα της εποχής του, με την Αθηναϊκή δημοκρατία να παραπαίει και την ήττα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο να πλησιάζει, το έργο αποτυπώνει έναν κόσμο όπου η πίστη στον ηρωισμό και στις πατριαρχικές αξίες έχει κλονιστεί. Έναν κόσμο στον οποίον ο όχλος ανάγεται σε πρωταγωνιστή της δράσης, την ίδια στιγμή που οι ήρωες, ασταθείς, γεμάτοι αδυναμίες, μικροπρεπείς, δειλοί και με συνεχείς αλλαγές γνώμης, κατακρημνίζονται. Μόνη σταθερά παραμένει ο αγώνας για την εξουσία, σε διαφορετική κάθε φορά μορφή. Η διαμάχη του δημόσιου με το ιδιωτικό, του άνδρα με τη γυναίκα, της πόλης με την οικογένεια, γεννούν πρόσωπα που δεν διστάζουν να υπερβούν τα εσκαμμένα. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ρομαντική ιστορία αυτοθυσίας, ούτε με ένα απλό πατριωτικό δράμα, αλλά με μια περίπτωση διαρκούς πάλης και ανισορροπίας, μία ιστορία ανατροπών, με τον Ευριπίδη να λέει το αυτονόητο: σε κάθε πόλεμο, οι μεγαλύτεροι θυσιάζουν τους νεότερους και είναι πολλοί εκείνοι οι νέοι, που αποδέχονται την καταστροφή τους. Στην Αυλίδα δεν έχει σταματήσει μόνο ο άνεμος, αλλά η ίδια η ζωή. Όλοι περιμένουν, να συμβεί κάτι. Και πολύ σύντομα, αυτό θα είναι η κατάλυση της λογικής.