12ο Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου Γεννημένος το 1944, ο Patrice Chereau πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι με τους ζωγράφους γονείς του οι οποίοι του μετέδωσαν την αγάπη για τις τέχνες. Ξεκίνησε την καριέρα του στο θέατρο σε ηλικία 22 χρόνων ως διευθυντής του Θεάτρου της Σαρτρουβίλ και στη συνέχεια εργάστηκε στο θέατρο Πίκολο του Μιλάνου. Στην Ιταλία ανέβασε μια σειρά από έργα (Neruda, Λούλου του Wedekind, Marivaux, Dorst), όπως επίσης και την όπερα του Rossini, Η 'Ιταλιάνα στο Αλγέρι' στο φεστιβάλ του Σπολέτο. Από 1972 έως το 1981 μαζί με τον Roger Planchon και τον Robert Gilbert διηύθυνε το θέατρο ΤΝΡ της Villeurbanne και εκεί ανέβασε Marlowe, Marivaux ('Η φιλονικία'), Bond ('Ληρ'), Wenzel και Ibsen ('Πέερ Γκυντ'). Το 1974 σκηνοθέτησε τα 'Παραμύθια του Χόφμαν' του Offenbach στην Όπερα του Παρισιού. Με μαέστρο τον Pierre Boulez σκηνοθέτησε την τετραλογία του 'Δαχτυλιδιού των Νιμπελούγκεν' του Wagner στο Μπαϊρόιτ (1976), για να ακολουθήσει ολόκληρη η εκδοχή της 'Λούλου' του Berg στην Όπερα του Παρισιού (1979). Το 1982 αναλαμβάνει τη θέση του διευθυντή στο Theatre des Amandiers της Ναντέρ μαζί με την Catherine Taska. Γνωρίζει τον Bernard Marie Koltes και συμβάλλει στην καθιέρωσή του σκηνοθετώντας τα περισσότερα από τα έργα του ('Αγώνας Νέγρου και Σκύλων', 'Δυτική Αποβάθρα', 'Στην Μοναξιά των Κάμπων με Βαμβάκι', 'Επιστροφή στην Έρημο'). Ακόμη ανεβάζει Genet, Marivaux, Heiner Muller, Τσέχοφ και Σαίξπηρ ('Άμλετ', Αβινιόν 1988). Το 1983 ο 'Πληγωμένος Άνδρας' τον καθιερώνει στο κινηματογραφόφιλο κοινό και τον επόμενο χρόνο του χαρίζει το βραβείο Cesar για το καλύτερο σενάριο. Την περίοδο εκείνη σκηνοθέτησε επίσης τον 'Λούτσιο Σίλλα' του Μότσαρτ. Μετά την αποχώρησή του από το Amandiers το 1990, ανεβάζει τον 'Βόιτσεκ' στο Σατελέ το 1992 και τον 'Ντον Τζιοβάνι' στο Σάλσμπουργκ το 1994. Στον κινηματογράφο, μετά τη 'Σάρκα της Ορχιδέας' (1975) με την Charlotte Rampling, ανεβάζει το 'Judith Therpauve' (1978) με την Simone Signoret, τον 'Πληγωμένο Άνδρα' (1983) με τους Jean-Hugues Anglade και Vittorio Mezzogiorno, το 'Hotel de France' (1987), το 'Χρόνο και το Δωμάτιο' (1992), την 'Βασίλισσα Μαργκό' (με την Isabelle Adjani) που κερδίζει το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1994 καθώς επίσης και πέντε βραβεία Cesar. Στη συνέχεια οι ταινίες του θα γίνουν πιο προσωπικές. Με το 'Αυτοί που με Αγαπούν θα Πάρουν το Τρένο' επιστρέφει στις Κάνες το 1998, ενώ με τη 'Σαρκική Εξάρτηση', γυρισμένη στην αγγλική γλώσσα στο Λονδίνο, κερδίζει τη Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου το 2001 και στη συνέχεια το βραβείο Louis Delluc. Οι δύο αυτές ταινίες, που προκάλεσαν με τον ρεαλισμό και τη σκληρότητά τους, διακρίθηκαν για τη δύναμη της σκηνοθεσίας τους. Με την ταινία 'Ο Αδελφός' του (Αργυρή Άρκτος στο Βερολίνο), ο Chereau συνεχίζει την καλλιτεχνική του διαδρομή, επικεντρώνεται όμως, όπως έκανε και στη 'Σαρκική Εξάρτηση', σε μια πιο εσωτερική ιστορία: αυτή ενός ανθρώπου που αδυνατεί να αντέξει το φόβο που του προκαλεί η αρρώστια του. Επιστρέφει στο θέατρο το 2003 ανεβάζοντας τη 'Φαίδρα' του Ρακίνα με τη Dominique Blanc (Οντεόν-Θέατρο της Ευρώπης, RuhrTriennale και Φεστιβάλ της Βιέννης). Η τελευταία του ταινία, 'Γκαμπριέλ', με την Isabelle Huppert και τον Pascal Greggory, βγήκε στις αίθουσες το Σεπτέμβριο του 2005. Τον Ιούλιο του 2005 επέστρεψε στην όπερα με το 'Έτσι Κάνουν Όλες' του Μότσαρτ αρχικά στο Φεστιβάλ της Aix-en-Provence και στη συνέχεια στην Όπερα του Παρισιού (Σεπτέμβριος και Οκτώβριος 2006) καθώς και στο Theater an der Wien της Βιέννης (Ιούνιος 2005 και Νοέμβριος 2006). Καθ' όλη τη διάρκεια του 2007 δούλεψε στην όπερα, αρχικά με το 'Από το Σπίτι των Νεκρών' του Γιάνατσεκ υπό τη διεύθυνση του Pierre Boulez (Φεστιβάλ Βιέννης, Ολλανδικό Φεστιβάλ και Aix-en-Provence) και τέλος με το 'Τριστάνος και Ιζόλδη' του Βάγκνερ σε διεύθυνση Daniel Baremboim στη Σκάλα του Μιλάνου (Δεκέμβριος 2007). Φωτογραφίες: Ros Ribas