Θεσσαλονίκη. 1930. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Δυο μεσήλικες γυναίκες, ιδιοκτήτριες ενός καταστήματος ειδών πολυτελείας, στο οποίο και κατοικούν, ορμώμενες από ένα γεγονός που μόνο αυτές γνωρίζουν, προσκαλούν ένα γειτονικό τους ζευγάρι και ένα μακρινό συγγενή, με πρόσχημα την αλλαγή του χρόνου. Στη συγκέντρωση προστίθενται μια έφηβη και 2 στρατιώτες απρόσκλητοι. Η βραδιά, όπως εξελίσσεται, φέρνει τα οκτώ πρόσωπα - άσχετα μεταξύ τους - αντιμέτωπα με όσα αποκαλύπτονται. Τα οκτώ πρόσωπα της «Συναναστροφής» ζουν σε μία διττά μεταβατική περίοδο (Προπολεμικά και Πρωτοχρονιά). Το σπίτι - βιτρίνα του μαγαζιού των δυο γυναικών «στήνεται» στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη πριν το ξέσπασμα του ΙΙ Παγκοσμίου Πολέμου. Όλα προμηνύουν τις αλλαγές που έρχονται, μαρτυρούν τον φόβο για το άγνωστο σε μία πόλη που ήδη πλήττεται από τις εξελίξεις. Το ρεβεγιόν των δύο γυναικών αποπνέει κάθε άλλο παρά γιορτινή διάθεση και εγκλωβίζει τους παρευρισκόμενους στη βαριά του ατμόσφαιρα. Οι ήρωες προσέρχονται να «συναναστραφούν» για να μην είναι μόνοι, όχι όμως για να είναι μαζί. Τα όρια μεταξύ της προσποίησης και της πραγματικότητας είναι δυσδιάκριτα, δημιουργώντας μία ασφυκτική αβεβαιότητα που τους αφήνει ανυπεράσπιστους και έρμαιους παράνοιας. Κι ανάμεσά τους ο Θάνατος εναλλάσσεται με τη Ζωή, συγχέοντας τα σημαντικά με τα ασήμαντα, τα υπαρξιακά με τα καθημερινά. Παρόλ’ αυτά, τα πρόσωπα «…..στο τέλος χωρίς να το επιζητούν, χωρίς καμία πρόθεση να συνεννοηθούν, θα μιλήσουν σχεδόν την ίδια γλώσσα και η κοινή τους κατάσταση, άσχετα με την αιτία που την προκάλεσε στο καθένα, σαν κοινή μοίρα, τολμώ να πω, θα τα συνδέσει περισσότερο από έναν διάλογο ή μια οποιαδήποτε συμπαράσταση. Και ίσως για τον θεατή, όχι για τα ίδια, εδώ να καταφαίνεται, τελικά η μοναξιά τους»