image

Ενημέρωση - Νέα

Θανάσης Σαράντος - Ταξίδι μιας μεγάλης ημέρας μέσα στην νύχτα (5/5/2021)

Συνομιλώντας με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, Θανάση Σαράντο.

 

Τον τελευταίο καιρό, η σπουδή πάνω στην έννοια του ΕΡΩΤΑ έχει ονοματεπώνυμο: Θανάσης Σαράντος.
 

Με τον σκηνοθέτη της παραγωγής «ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΡΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ» του ΕΥΓΕΝΙΟΥ Ο’ ΝΗΛ, δεν έτυχε νωρίτερα να γνωριστούμε, αν και ως θεατής, τον είχα ακολουθήσει και στον ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ του ΚΑΜΥ (μια συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ εν έτη 1999-2000) και στο «ΓΑΛΑ» του ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΤΣΙΚΟΝΟΥΡΗ με την ΑΝΝΑ ΒΑΓΕΝΑ.

 

PP0836J0001v29
 

Αυτός ο γέννημα – θρέμμα Αθηναίος αντισυμβατικός …«ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ» (που μετά τη Δραματική Σχολή του Κουν, βρέθηκε υπότροφος, να φοιτά σκηνοθεσία κινηματογράφου στη NEW YORK FILM ACADEMY και στο WATERMILL CENTER του ROBERT WILSON) με το «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» της πατρίδας να τον παλιννοστεί , ως άλλος «ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ» κράτησε «ΗΘΙΚΟΝ ΑΚΜΑΙΟΤΑΤΟΝ» για να παίζει, να σκηνοθετεί, και να μεταφράζει (απόφοιτος γαρ Αγγλικής Φιλολογίας του Αμερικανικού Κολλεγίου) έργα αναφοράς για το θέατρο σε κρατικές και ελεύθερες σκηνές (Εθνικό & Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος - Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης, Τριανόν, Ακροπόλ, Άλεκτον, Μεταξουργείο, Θέατρο Νέου Κόσμου, Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς), όπως το «ΕΝΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ», της Κάρυλ Τσέρτσιλ, «Ο ΑΣΧΗΜΟΣ» και «Ο ΣΚΥΛΟΣ, Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ» του Μάριους φον Μαγιενμπρουργκ, μερικά μόνο δείγματα γραφής του…
 

Τις αποσκευές του βαραίνουν ακόμα, το πέρασμα από τηλεοπτικές σειρές, οι μεταπτυχιακές σπουδές στο Nipkow Program του Βερολίνου, οι συμμετοχές στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου και sold out παραστάσεις ανά τον κόσμο με τα έργα του Α. Παπαδιαμάντη.
 

Και τώρα… ξανά.. Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε ένα έργο πρόκληση και μια συνθήκη νέας κανονικότητας κι απαιτήσεων, έρχεται να μας μυήσει στην ομίχλη του -διόλου άδικα- πολυβραβευμένου Ο’Νηλ, βγάζοντας στο φως πτυχές της δικής του, αλλά και της δικής μας ζωής, συμπρωταγωνιστώντας με την Βέρα Κρούσκα, τον Τάκη Χρυσικάκο, τον Χρήστο Διαμαντούδη και τη Σταυριάνα Παπαδάκη.

 

PP0836J0001v34

 

Μήνες τώρα, ακούω τη φωνή του από τηλεφώνου, παρατηρώ τη λαχτάρα του, το όραμα, το πάθος που μετακυλύει και σ’ όλους εμάς, στις ομαδικές συναντήσεις μέσω skype, τις οδηγίες στους ηθοποιούς, στην ανάγνωση, στις πρόβες, στο «σήκωμα» του έργου, που τέλη Ιουνίου, θα «κατέβει» στις γεμάτες κοινό, ευχόμαστε όλοι, ανοιχτές σκηνές.
 

Και δε διστάζω να τον παρομοιάσω, με έναν άνθρωπο βαθιά ερωτευμένο, που άλλο τι δε σκέφτεται παρά ει μη μόνο το αγαπώμενο πρόσωπο, κι η λατρεία του για εκείνο οδηγεί τα βήματά του: στην πολύβουη παραλιακή λόγου χάρη, εν ώρα αιχμής βρίσκει τρόπο να απομονώνεται στις σεναριακές λεπτομέρειες απερίσπαστος από κορναρίσματα και μποτιλιάρισμα… μετά βάζει μπρος στη μηχανή με χίλια, θέλοντας να βγει νικητής στη μάχη με τον χρόνο που ποτέ δεν είναι επαρκής σε προετοιμασία, για να χαρίσει όλα εκείνα που ονειρεύτηκε και σχεδίασε .… σαν να βγαίνει ραντεβού με ότι η ψυχή λατρεύει να υμνεί…εν προκειμένω, ένα σπουδαίο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
 

… και ενώ ο Τάσος Θώμογλου αποτυπώνει φωτογραφικά τη δική του μέρα, στα καμαρίνια, στο βεστιάριο, στην πρόβα, εγώ κατορθώνω και τον αποσπώ απ’ τις σκέψεις του, μπλέκοντάς τον σε κουβέντα: «Είναι η βαθιά μου ανάγκη, να λειτουργήσει η παράσταση, και καθώς κουβαλώ τη διττή ιδιότητα, του σκηνοθέτη και του ηθοποιού, η μέρα ποτέ δεν μου φθάνει. Ανάμεσα στην προετοιμασία της επόμενης σκηνής, τις συνεννοήσεις για τη μουσική, την επιλογή σκηνικών αντικειμένων, τον σχεδιασμό των κοστουμιών, την κινησιολογία, έχω να διαβάσω και τα λόγια μου. Να γιατί με πετυχαίνεις πάντα «σαν απ’ αλλού φερμένο», δοσμένο απόλυτα. Όμως είναι μαγικές οι διαδρομές αυτές κι ας έχω χίλια δείγματα μουσικής να κατακλύζουν το μυαλό μου έως ότου καταλήξω να επιλέξω την μία. Ευτύχησα να συνεργάζομαι με σπουδαίους καλλιτέχνες και στη σκηνή και στα τεχνικά κομμάτια του έργου. Όπως τον μετρ του φωτισμού Λευτέρη Παπαδόπουλο, που η συνεργασία του είναι τιμή, καθώς τον θεωρώ κορυφαίο του ελληνικού θεάτρου, με βαθιά γνώση του αντικειμένου του, που κλήθηκε με την φωτιστική παλέτα του, να αναδείξει τα συναισθήματα των ηρώων κι όχι μόνο ρίξει φως στο σανίδι. Ύστερα, είμαι επιφορτισμένος και με την δραματουργική επεξεργασία του έργου. Η προπαιδεία μου στην Αγγλική Φιλολογία με βοηθά πολύ, όπως και τα χρόνια που έζησα στην Αμερική.
 

Ξέρεις, την γλώσσα που μου έδωσαν Ελληνική, όπως λέει κι ο ποιητής, την θαυμάζουν παγκόσμια για τον πλούτο του λεξιλογίου της. Κάθε μια όμως λέξη, κρύβει δεκάδες έννοιες. Κάθε έννοια αποτυπώνεται στο χαρτί με τόσες εκφράσεις. Στο θέατρο όμως, πρέπει να πας στο μεδούλι της. Να σταχυολογήσεις απ’ το δισυπόστατο του αγγλικού λόγου, που γράφτηκε το έργο, την καταλληλότερη μετάφραση. Στα χέρια μας έχουμε τον λόγο του ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ. Μετάφραση που ζει 80 χρόνια τώρα. Έγνοια μου είναι να φθάσω να μιλιέται στο στόμα των ηθοποιών, να έχει στοιχεία του σήμερα, του τώρα, κι έτσι να αγγίξει και τον σύγχρονο θεατή.
 

Μπορεί άλλοι σκηνοθέτες, να αφήνουν πράγματα, να προκύψουν στις πρόβες. Για μένα δεν λειτουργεί έτσι. Απ’ την παραμικρή κίνηση που θα κάνουν οι ηθοποιοί, την γκριμάτσα, τη στάση του σώματος, την εκφορά του λόγου, τη γωνία της … αγωνίας τους, όλα θέλουν μελέτη, κι άσκηση, και παρουσία…

 

PP0836J0001v26

 

Λίγες μέρες πριν, εν ώρα πρόβας, λειτουργώντας ως Τζέιμι, ο πραγματιστής γιος των Τάιρον, που ενώ οι άλλοι τον βλέπουν ως τον καχύποπτο της ιστορίας, όμως είναι παράλληλα κι ο μοναδικός που δεν έχει τάσεις φυγής, «περνάμε» τη σκηνή που ανακαλύπτει πως η Μαίρη, ξανακύλησε στη μορφίνη. Ανακαλύπτω πως, μου έλειπε μια αντίδραση, κι ήταν ωραία η διεργασία με την Βέρα Κρούσκα, να κρύψει με τα μαλλιά το πρόσωπό της… Προσθέσαμε μια επιπλέον θεατρικότητα. Η Μαίρη, ξέρεις, παίζει συνέχεια θέατρο. Δημιουργεί προσωπεία και κρύβει την «αρρώστια» της εξάρτησης ρολάροντας άλλο από αυτό που είναι. Θέλει να κρατήσει κρυφό πως ξαναμπήκε στον κόσμο των ναρκωτικών από τους άλλους ήρωες.
 

-Πώς θα χαρακτήριζες το κείμενο;

Είναι ένα έργο πυκνό, καλογραμμένο, βιωμένο απ’ τον συγγραφέα που έσκαψε τις πληγές της προσωπικής του οικογενειακής ιστορίας, μεστό νοημάτων κι ανατροπών, και για να προχωρούμε οι ηθοποιοί, επιζητώντας το απόλυτο στην κατανόηση των χαρακτήρων, σκάβουμε και χτίζουμε στιγμή τη στιγμή για να το επιτύχουμε. Νωρίτερα ο Ο’ Νηλ καταδύθηκε στον πυρήνα των προσώπων που μας συστήνει και τις μεταξύ τους σχέσεις που αν και σε επίπεδο πρώτο φαντάζουν επιφανειακές, ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τον άλλον. Η δε διαρκής ενασχόλησή μας με το κείμενο αφού «εν αρχή είν’ ο λόγος», είναι η οδηγήτρια πυξίδα, σ’ ένα ταξίδι πολύπλοκο, γεμάτο εναλλαγές και ενδιαφέροντα, προκειμένου να «πιάσουμε» για χάρη των θεατών ασφαλές λιμάνι.

 

PP0836J0001v19


 

-Και τον χαρακτήρα που υποδύεσαι;

Είναι το κακό πρόβατο της οικογένειας. Βαθιά συναισθηματικός, νοιώθει την ευθύνη ενός γεγονότος που τον στιγμάτισε: στην τρυφερή ηλικία των επτά, κόλλησε ιλαρά -που για την εποχή ήταν θανατηφόρα- και την μετέδωσε και στον μικρό αδερφό του. Η μητέρα είχε ακολουθήσει για μια ακόμη φορά σε περιοδεία τον πατέρα του. Ο ίδιος έμενε συχνά με την γιαγιά. Κι αυτή η κατηγορία, σε αλληλουχία με το «κατηγορώ» των γονιών πως τον ζήλευε, γιαυτό και δεν τον προφύλαξε, τον κάνανε ενοχικό και σαν να τον μεγάλωσε απότομα. Και τον πατέρα του με έναν τρόπο, ο οποίος εξαρτάται απόλυτα από το αλκοόλ, όπως πια κι ο ίδιος. Υπό την επήρειά του θα εξομολογείται εκείνες τις αλήθειες που ο θυμόσοφος λαός αναφέρει πως «καλύτερα τις μαθαίνουμε πάντα από τρελό και μεθυσμένο»: «…εγώ πάντα σε ζήλευα, αναφέρει κάποια στιγμή, γιατί, εσύ τουλάχιστον έκανες μια αρχή … έγραφες…Είχα κι εγώ ταλέντο να γίνω κάτι, μα δεν τα κατάφερα.. εσύ παρέμεινες ο χαϊδεμένος της μητέρας, κι ο αγαπημένος του πατέρα, σε ζηλεύω γι’ αυτό, και πάντοτε θα σ’ εκδικούμαι». Όσο παράλογη κι αν φαντάζει τούτη η παραδοχή, γιατί τον αδερφό του τον λατρεύει, αναβλύζει απ’ το υποσυνείδητο του. Αλλά και σε καθέναν μας αυτό δε συμβαίνει; Είναι οι μύχιες σκέψεις, τα βαθύτερα συναισθήματα, που όλοι κάποτε φροντίζουμε να καμουφλάρουμε με τέχνη περισσή. Το θεωρώ επίσης, πολύ σημερινό τούτο το έργο, αν και γράφτηκε σαράντα χρόνια νωρίτερα. Να γιατί θεωρείται το καλύτερο αμερικανικό έργο, να γιατί κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ, και ορίστε γιατί αποκαλούν τον Ο’ Νηλ «πατριάρχη του ρεαλισμού». Έφτιαξε μια σύγχρονη τραγωδία! Ένα αριστοτεχνικό αποτύπωμα των εκφάνσεων της ζωής, που δεν είναι μονοδιάστατη, έχει και τις κωμικές, τις κωμικοτραγικές καλύτερα θα πω, στιγμές της. Και ως κορυφαίο ερωτηματικό των ανθρώπων της ιστορίας ξεχωρίζω το διαρκές «πώς έφτασα ως εδώ»; Όλοι τους πασχίζουν, αγωνιούν να το απαντήσουν. Στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο φθάνουν ν’ αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον απ’ τις πληγές τους, και προσπαθούν να πιαστούν απ’ τον απέναντι για να τις γιατρέψουν, να λυτρωθούν, να βρουν τους εαυτούς τους, σ’ ένα ατέρμονο «πήγαιν’ έλα αυτογνωσίας»…

Στην προσπάθειά τους αυτή, δεκάδες άλλοθι -δεκανίκια. Ο Τάιρον για παράδειγμα ως μετανάστης εξ’ Ιρλανδίας, μοιάζει να τον νοιάζει μονάχα η επιτυχία και το χρήμα στη νέα πατρίδα.. Κι όμως, έχει ζήσει στην απόλυτη φτώχεια, υπήρξε προστάτης μια πολυμελούς οικογένειας, κι όταν ο πατέρας τους εγκατέλειψε, ήταν ο ίδιος που ανέλαβε την ευθύνη όλων. Είναι εγκλωβισμένοι στο παρελθόν και τα σημάδια του που δεν επουλώνονται εύκολα με το πέρασμα του χρόνου. Εγκλωβισμένοι και στη νέα πραγματικότητα που δημιούργησαν στη δική τους οικογένεια. Και φθάνει να μοιάζει τούτος ο εγκλωβισμός με την συνθήκη της πανδημίας, που μας ανάγκασε να συνυπάρξουμε ξαφνικά επί μακρόν υπό την ίδια σκέπη. Πολλοί παραπονιούνται πως βιώνουν καταθλιπτικές διαταραχές εξ’ αιτίας της. Όχι όλοι, μα δυστυχώς είναι αρκετοί. Όταν οι άνθρωποι δεν μιλάνε, και ξαφνικά έρθουν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο σε τέσσερις τοίχους, αναδύονται προβλήματα μιας και οι σχέσεις δεν χτίστηκαν σε στέρεες βάσεις. Δεν υπάρχουν πραγματικές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, τα αδέρφια μοιάζουν ξένα… είναι επιφανειακές, χλιαρές, δομημένες για το φαίνεσθαι μόνο, ωραιοποιημένες οι σχέσεις. Κουκουλώνουμε συχνά όλοι μας τα ζητήματά μας… κάτω απ’ τα χαλιά στα σπιτικά μας… κι όταν εκείνα βγουν στην επιφάνεια, τότε γίνεται έκρηξη, τότε είναι που σκάμε, και σήμερα και χθες, και εδώ και σε όλες τις κοινωνίες. Η περίοδος του «ζούμε ξανά μαζί» έφερε στην επιφάνεια και εγκληματικές συμπεριφορές.. Αυξήθηκαν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας…
 

-Υπάρχει κάποια φράση του έργου που ξεχωρίζεις;

Ναι αλλά την λέει η Μαίρη στην πρώτη εικόνα της δεύτερης πράξης: «… γιατί μόλις καταλάβουμε κάτι και πάμε να το αποφύγουμε, έχει γίνει κι όλας κάτι άλλο… ως που στο τέλος, όλα αυτά μπαίνουν ανάμεσα σε μας και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, κι έτσι, χάνουμε τον αληθινό μας εαυτό».
 

-Σκηνοθετικά η ματιά σου διαφέρει απ’ όσα προηγούμενα «ανεβάσματα» είδαμε;

Δε με απασχολεί αυτό… Δεν έχω τέτοια θέματα… Ποτέ δεν είχα τέτοιες εμμονές. Στην πρώτη μου σκηνοθεσία, στο έργο Καλιγούλας του Καμύ, είχα πρωτακούσει τον όρο «μεταμοντέρνος». Δε μ’ αρέσουν οι ταμπέλες και δεν επιδιώκω το διαφορετικό ως αυτοσκοπό. Πιστεύω πως, ένα έργο είναι σύγχρονο, αν το διαβάσεις καλά. Ο Ο’ Νηλ, είναι μεγαλύτερος σκηνοθέτης από μένα. Αυτά που λέει, οι οδηγίες που δίνει … Ξεχωριστό θα είναι το έργο, αν μπορέσω να κάνω τον θεατή να ακούσει τους εσωτερικούς τριγμούς των ηρώων, και να ανακαλύψει πτυχές και του δικού του εαυτού.

 

PP0836J0001v16


 

-Δε σε φοβίζει που ενώ … «ψιθυρίζεται» θα κάνει παιχθεί σε ανοιχτά θέατρα;

Είναι ένα έργο δωματίου, που καλούμαστε να το βγάλουμε σε εξωτερικό χώρο. Από μόνη της αυτή είναι μια νέα συνθήκη, και βγαίνοντας απ’ την ακόμη μεγαλύτερη συνθήκη των ημερών μας, που υπαγορεύουν αποστάσεις κι αποχές, εμείς θα παίξουμε για τη μέθεξη του θεάτρου που είναι η διάδραση θεατή – κοινού. Ενός κόσμου που διψά για θέατρο, του έχει λείψει, το έχει ανάγκη, και κανένα ψηφιακό αρχείο, δεν μπορεί να τον καλύψει. Εγώ, δεν μπορώ να δω τη νέα σκηνική ανάγνωση των θεατρικών έργων, μέσω της τεχνολογίας. Δεν το ασπάζομαι όσο κι αν είναι «το αναγκαίο κακό». Απ’ την εποχή των σπηλαίων ακόμη, οι άνθρωποι κάθονταν γύρω από φωτιές με μια μόνο ανάγκη: να πουν και να ακούσουν μια ιστορία. Δε ξέρω αν μεταφέρεται μέσω μιας οθόνης, τηλεόρασης ή υπολογιστή. Είναι προαπαιτούμε στο θέατρο ο θεατής. Δε με απασχολεί να κάνω κάτι νέο ως φόρμα. Να ακουστεί ο λόγος με νοιάζει, να κατεβεί, να αγγίξει, να συνεγείρει, να λυτρώσει.
 

Όταν δέχθηκα την πρόταση απ’ τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ Νίκο Κολοβό, που για μια ακόμη φορά, θέλω δημόσια να ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, μιας και δεν είμαι αυτό που αποκαλούμε «πρώτο όνομα» στη σκηνοθεσία, είχα αμέσως να διαχειριστώ απ’ τη μία ένα προκλητικά μεγαλειώδες και δύσκολο έργο, καθώς βρίθει εσωτερικής δράσης, απ’ την άλλη ένα εγχείρημα, που δεν σου κρύβω ότι το φοβόμουν, καθώς η παράσταση ανεβαίνει καλοκαίρι, σ’ ανοιχτή σκηνή. Αυτό μου δημιούργησε μια μεγάλη εσωτερική αναστάτωση ως δημιουργό και κάθε μέρα παλεύω να βρω τον τρόπο ν’ ανακαλύψουν οι θεατές, αφού πρώτα το κατορθώσω ο ίδιος, πράγματα για εκείνους.
 

-Πόσο συντάσσεσαι με τους χαρακτήρες του έργου κι ο ίδιος βιωματικά;

Σίγουρα συμπλέω με τον Τζειμι. Μετά τον Παπαδιαμάντη, με αφορά προσωπικά το κείμενο του Ο’ Νηλ. Μιλάει για μένα, και νομίζω, ότι μιλάει και για όλους μας. Δεν ωραιοποιώ, δεν αποστασιοποιούμαι απ’ την πραγματικότητα, δεν την διακοσμώ… Υπήρξα κι εγώ «μαύρο πρόβατο», σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου. Και στην οικογένεια και στην κοινωνία. Υπάρχει διαχρονικά αυτή η τάση της κοινωνίας, να εκμηδενίζει τους ξεχωριστούς, και εκείνους που φέρουν άλλο λόγο κι άποψη. Μάλιστα αγγίζει μερικές φορές τα όρια του πολιτικού ζητήματος όλο αυτό. Εκείνος που ξεχωρίζει, πρέπει να εξαφανίζεται αν τύχει και δεν είναι συστημικός. Όμως αρνούμαι να προδώσω τα πιστεύω και τις απόψεις μου. Στην τελική, με τα «όχι» δεν κάναμε οι άνθρωποι τις μεγαλύτερες επαναστάσεις; Ατέρμονα το σύστημα, θα επιχειρεί να βουλώνει στόματα, κι εμείς θα συνεχίσουμε να μιλάμε όπως ξέρουμε και νοιώθουμε… Γιατί? … Γιατί δεν μπορούμε να υπάρξουμε διαφορετικά. Δεν βγάζουμε αντίδραση ή θέση για τους άλλους. Δεν είμαστε διαφορετικοί… «για τα μάτια του κόσμου» …. Για τους εαυτούς μας είμαστε. Τότε συντελείται και η κάθαρση που σ’ αφήνει να πας μπροστά.
 

Ο Κάρολος Κουν έλεγε «κάνουμε θέατρο, κυρίως για την ψυχή μας»: «Εμείς, εμείς οι νεότεροι Έλληνες, έχουμε το μεγάλο προνόμιο, να μπορούμε να ζούμε και να ξεχωρίζουμε, μέρα με τη μέρα, τις μορφές, τα σχήματα, τους ρυθμούς, τους ήχους λίγο πολύ όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο απλός αρχαίος Έλληνας, όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, καθώς οι μέρες κυλούσαν, άλλοτε πλούσιες σε γεγονότα κι άλλοτε λιτές, άλλοτε στενόχωρες κι άλλοτε ειρηνεμένες, ενώ ο νους και η ψυχή τους έπλαθαν το έργο τους. Γι’ αυτό, αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε το θέατρό τους δημιουργικά, ας πλησιάσουμε κι ας ξεχωρίσουμε όλα αυτά που εισχώρησαν συνειδητά ή υποσυνείδητα στην ψυχή τους, ας γνωρίσουμε τα μεγάλα μυστικά που τους αποκάλυψε η φύση, ο ουρανός, η θάλασσα, η πέτρα, ο ήλιος, κι ο άνθρωπος σ’ αυτόν το βράχο κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο. Αυτά τα ζωντανά στοιχεία, που υπάρχουν και σήμερα γύρω μας στον τόπο αυτό, θα μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε και να νιώσουμε τη σκέψη και την ποίηση μέσα στο έργο τους, πολύ περισσότερο απ’ όλες τις περισπούδαστες και σοφές γνώσεις και ιστορικές μελέτες για την εξωτερική μορφή της αρχαίας παράστασης».
 

Ο Κουν άνοιξε δρόμους.. ακούμπησε τις ψυχές… ήταν ασίγαστο πνεύμα… χωρίς καμία απολύτως έκπτωση σε ότι αξιακό… Έζησα τα … «απομεινάρια μιας μέρας»…φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Κ. Κουν. Κι εκεί «μαύρο πρόβατο» ήμουν, όμως, πρόλαβα να περπατήσω στους ίδιους ιερούς για μένα χώρους, να αφεθώ να μουσκέψω την υγρασία του υπογείου, που είναι κάθε σταγόνα του ιστορία και διδαχή, να αγκαλιάζω με βλέμμα σεβασμού και δέους και αλήθειας, ακόμη και τις φωτογραφίες των αξεπέραστων μορφών που σε στοιχειώνουν και την ίδια στιγμή σε ταρακουνούν να ορθώσεις ανάστημα κι εσύ και να δεις το ουσιώδες απαλλαγμένος απ’ το περιττό, το ευκαιριακό, το ανούσιο. Κι ευτύχησα να έχω κάποιους μαθητές του Κουν, δασκάλους μου, όπως τον ΓΙΩΡΓΟ ΛΑΖΑΝΗ. Ακόμη φυλώ την διαπίστωσή του, ως επιβράβευση και δώρο ζωής : «…δε ξέρω αν έχει ταλέντο ο Θανάσης αλλά λειτουργεί με το ένστικτό του», είχε πει.
 

-Από την διαδρομή σου στην Αμερική, των ευκαιριών και του άλλου τρόπου τι κρατάς;

Η σπουδαιότερη διδαχή που αποκόμισα είναι ο σεβασμός που ο καθένας τους επιδεικνύει σε σχέση με το χρόνο του πλησίον. Εδράζεται στο απλό ερώτημα: «Εγώ σέβομαι τον χρόνο που διαθέτεις για μένα, εσύ σέβεσαι τον δικό μου;».
έρεις πόσο σημαντικό είναι, αν και φαντάζει γενικόλογο; Στη συνθήκη του θεάτρου για παράδειγμα, αν ο ηθοποιός κάνει τη δική του διεργασία πριν την πρόβα, αν έρθει έτοιμος να πει τα λόγια, η σκηνή θα προχωρήσει και ο συμπρωταγωνιστής θα νοιώσει ασφάλεια και σεβασμό μαζί… Να γιατί, ξεχωρίζουν οι παραγωγές στο εξωτερικό. Θα πει κανείς, μας πως είναι δυνατόν, σε ένα καπιταλιστικό σύστημα όπως της Αμερικής που η μεγαλύτερη αξία είναι το χρήμα, εσύ να διαπίστωσες σεβασμό… Κι όμως…. Λειτουργεί… Το είδα με τα μάτια μου να συμβαίνει. Γιατί, ο χρόνος είναι χρήμα εκεί. Αν μπορούσαμε να το ακολουθήσουμε καλλιτεχνικά, θα μας έλυνε μύρια όσα προβλήματα.
 

-Τι σε «έδιωξε» απ’ την Ελλάδα, τι βρήκες στην άλλη άκρη του κόσμου;

Απ’ την Αθήνα, έφυγα για την Αμερική στα 18 μου χρόνια. Φαντάσου, ούτε έξω απ’ τη γειτονιά μου δεν είχα ξεμυτήσει νωρίτερα, κι όμως βρέθηκα στην άλλη άκρη του κόσμου, παιδί ακόμη. Είχα τάσεις φυγής από μικρός. Ήθελα να ξεφύγω απ’ το σπίτι, απ’ την Ελλάδα που με μεγάλωνε με το αμερικανικό όνειρο, μέσα απ’ τις ταινίες που έβλεπα και τα έργα που διάβαζα. Όταν έφθασα έπαθα πολιτιστικό σοκ. Και μόνο οι αχανείς λεωφόροι, τα τεράστια οικοδομήματα, τα αυτοκίνητα, οι αποστάσεις, όλα φάνταζαν απέραντα.
 

Και φυσικά, ιδέα δεν είχα πώς λειτουργούν. Έψαχνα σπίτι θυμάμαι, νομίζοντας πως, όπως και στην Ελλάδα, θα βρω ενοικιαστήρια. Με ξύπνησε όλο αυτό το διαφορετικό. Οι συνθήκες με έκαναν να ωριμάσω νωρίς μιας και έπρεπε να επιβιώσω. Σπούδαζα, τα χρήματα της οικογένειας δεν μου ήταν ποτέ αρκετά, και για να τα φέρω βόλτα, έκανα δυο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Οι δυσκολίες σε κάνουν συχνά να ξεπερνάς τα όριά σου. Να ξεπερνάς τον ίδιο σου τον εαυτό..
 

Μετά απ’ αυτό ποτέ μου δεν φοβήθηκα οτιδήποτε. Ίσως γι’ αυτό και δεν συναίνεσα στην ευκολία «α.. εσύ είσαι αυτός, θα υπηρετήσω το status quo σου».. Γύρισα, γιατί ο νόστος, δεν μου επέτρεψε την ξενιτιά, δούλεψα σκληρά, και πάντα έβρισκα τρόπους να επιβιώνω. Η περιπέτεια της ζωής μου ακούει στο όνομα one man show… όλα τα φρόντισα μόνος… έκανα τον παραγωγό, έγινα σκηνοθέτης, μετέφρασα, έπαιξα… αλλά δεν με άφησα χωρίς .. όνειρο… Σε κρατική σκηνή έχω να υπάρξω 14 ολόκληρα χρόνια. Φυσικά και τώρα που συνεργάζομαι με το ΚΘΒΕ, βιώνω την υπέροχη συνθήκη να υπάρχει παραγωγή, που σε συγκερασμό με την απέραντη αγάπη κι υποστήριξη με κάνει να νιώθω ασφαλής.

 

PP0836J0001v09


 

-Δεν ήθελες στην ΑΜΕΡΙΚΗ να βρεις την ευκαιρία να ξεχωρίσεις, να γίνεις διάσημος; 

Δεν είχα ποτέ μου εμμονή να γίνω διάσημος. Τα ερεθίσματα να προοδεύσω την καλλιτεχνική μου σκέψη αναζητούσα, και η Αμερική μου τα έδωσε στο έπακρο. Ούτε τώρα μου λέει κάτι αυτό. Όμως ούτε τότε μου έλεγε. Από παιδί είχα την πίστη πως, και τι θα συμβεί αν είσαι πλούσιος ή διάσημος? Εμένα άλλα με ενδιέφεραν. Οι σχέσεις, οι άνθρωποι, η θετική ενέργεια. Η διάθεση για αγάπη με έναν τρόπο, το να παίρνεις πίσω πράγματα προσφέροντας, και κυρίως, να δίνεις. Δεν ξέρω αν ακούγεται εύκολο ή αν κρύβομαι πίσω απ’ αυτό. Τίποτε άλλο δεν λειτουργεί για μένα όμως. Κι αν με ρωτάς, γιατί δεν έμεινα, είναι η πατρίδα, είναι η γλώσσα κι οι άνθρωποι που με γύρισαν πίσω. Όσο το μετάνιωσα, άλλο τόσο και δεν το μετανιώνω. Αν το ήθελα πραγματικά να μείνω εκεί θα το έκανα. Μέσα στον πλούτο εκεί υπάρχει απέραντη ερημιά. Είναι σκληρός τόπος. Είναι σκληροί κι οι τρόποι επιβίωσης. Εκείνο που μου στοίχιζε περισσότερο απ’ όλα είναι να μην μπορώ να εκφράζομαι στη γλώσσα μου… αυτή η μοναξιά ήταν αφόρητη.
 

-Ξέρεις συχνά στις μέρες μας η αγάπη για την πατρίδα παρεξηγείται, κι έξω απ’ το Μητροπολιτικό μας κέντρο ζει μιαν άλλη Ελλάδα, που προοδεύει και την ίδια στιγμή εξακολουθεί να τραγουδά τον ύμνο του Σολωμού και να δακρύζει…

Ο ομογενειακός ελληνισμός είναι φάρος ελπίδας, και δύναμη για όλους μας… Με λυπεί η διαπίστωση της παρεξηγημένης αγάπης για την πατρίδα που δεν εκφράζουμε, δεν διδασκόμαστε, δεν επιλέγουμε. Ελλάδα είναι η ρίζα μας, όσο κι αν καταπνίγουμε το συναίσθημά μας για κείνη. Όσο βρισκόμουν μακριά της, ήταν ασήκωτο βάρος η απουσία της. Μου έλειπε πολύ η κάθε μέρα στον ήλιο και τους ανθρώπους της. Η πατρίδα είναι πατρίδα. Με τέτοια μακραίωνη και λαμπρή ιστορία που έχουμε, θα ήταν μοιραίο λάθος να μην την έχουμε έμβλημα και σημαία μας. Ακόμη όμως και στα δύσκολα οι Έλληνες βρίσκουν έναν τρόπο κι ενώνονται. Δεν μεμψιμοιρούμε, ελπίζουμε, αγωνιζόμαστε και προχωράμε.

Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου

 

Επιστροφή