Είμαι η «Κάθλιν», μου συστήνεται η Σταυριάνα Παπαδάκη στην πρώτη μας γνωριμία από κοντά κι αλήθεια.. είναι τόσο η Κάθλιν, στις κινήσεις, στο ύφος, στο στυλ, που είμαι σίγουρη τόσο πολύ που την κουβαλά παντού μαζί της, ότι θα κλέψει την παράσταση κι ας είναι ολιγόλεπτη η συμμετοχή της σ' αυτήν.
«Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» και ο Θανάσης Σαράντος που σκηνοθετεί, τους έχει δώσει ολιγόλεπτο διάλειμμα μεταξύ πρόβας και φωτογράφισης…
Βρίσκω πρώτης τάξεως την ευκαιρία και της ζητώ να ..μου σερβίρει την ωραιότερη φράση της:
«Δεν φτάνει που δεν ορίζω τα πόδια μου κάθε βράδυ από τους πόνους, έχω τώρα να τρέχω μέσα στη κάψα, να πάθω καμιά ηλίαση… Θα τους φωνάξω απ’ τη βεράντα».
Σ’ αυτό το γκρίζο χρώμα, το βαρύ τοπίο ενός περίκλειστου σπιτιού, εγώ είμαι η καμαριέρα των Τάιρον. Θα έλεγα το πιο normal στοιχείο της ιστορίας. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος με φως ζωής που άλλοτε κοντράρει κι άλλοτε σκοντάφτει στα σκοτάδια τους.
Το υγιές πρόσωπο που κατορθώνει με την χαρωπή, ανάλαφρη και νεανική της ταυτότητα να δώσει στον αντίποδα της περιρρέουσας συννεφιάς και του μετέωρου ζόφου, μια κωμική πινελιά. Η προσωποποίηση της υγείας είναι η Κάθλιν.
Μια Ιρλανδή μετανάστρια πρώτης γενιάς, με ότι αυτό συνεπάγεται. Μια χωριατοπούλα, όχι μόνο ως καταγωγή μα και σαν συμπεριφορά. Προσπαθεί διακαώς να ενταχθεί στον χώρο αυτό που αρέσκεται να συνυπάρχει με τους Τάιρον.
Στα μάτια της φαντάζουν τεράστιες προσωπικότητες οι «κύριοι» και η «κυρία» της. Είναι αναιδής και πάντως όχι με κακή προαίρεση καθώς δεν μπορεί να αποτινάξει τα τρωτά της καταγωγής της. Μιλάει ακατάπαυστα, δίχως ραφιναρίσματα των λεγομένων της. Είναι αφελής στα όρια της αναίδειας που προκύπτει και πάλι από την δική της ζωή, αναζητά ρόλο εντός της οικίας που εργάζεται και επιχειρεί να συνδεθεί με τα πρόσωπα που υπηρετεί.
Η πιο κοντινή σχέση που αναπτύσσει είναι με τον Έντμοντ, σε μια μάλιστα σκηνή που τους βλέπουμε μαζί, επικοινωνούν οι δυο τους πιο στενά στο πλαίσιο μιας φιλικής ανθρώπινης προσέγγισης. Θαυμάζει τον κ. Τάιρον απεριόριστα, αγαπά να υπηρετεί την κυρία της, άλλο που η Μαίρη Τάιρον δεν τρέφει τα ίδια συναισθήματα με εκείνη και μάλλον την εκμεταλλεύεται για να έχει έναν άνθρωπο να μιλήσει να της κρατήσει συντροφιά καθώς κανείς δεν της απόμεινε.
Σε αυτή την παρέα των δυο τους, ξεδιπλώνεται η ιστορία της Κάθλιν, οι επιθυμίες, τα όνειρά της. Πασχίζει να δείξει πόσο τίμιο κορίτσι είναι αν και θέλει να ζήσει τη ζωή της υπηρετώντας τους δικούς της ρόλους, τα δικά της κουτάκια.
Είναι αφελής, συμπονετική, μοναχική, εξυπηρετική (ή τουλάχιστον έτσι νομίζει), είναι ευαίσθητη αλλά διαθέτει ταυτόχρονα το απαιτούμενο «τσαγανό», φλύαρη πολύ, λαλίστατη, ανυπόμονη. Θέλει να κάνει γρήγορα τα πάντα, γρήγορα και καλά. Ψάχνει τους κυρίους της, λέει φωναχτά ότι της έρχεται γι’ αυτό και απαντά χωρίς τίποτε προηγούμενα να το επεξεργαστεί. Λέει τις πρώτες μύχιες σκέψεις της φωναχτά.
Έχει αυτή τη διαύγεια ως χαρακτήρας να φωνάζει ποια είναι, ποια νομίζει ότι είναι, ποια θα ήθελε να είναι…
- Γιατί να «ταξιδέψω» μαζί σας και μαζί με τον Ο’Νηλ εν έτη 2021; Τι έχει να μου πει το έργο, πού θα με πάει;
Δεν έχει να κάνει με το έτος, καθώς θεωρώ πως είναι οι ιστορίες των ανθρώπων, ο πόνος και το δράμα κι η πολυπλοκότητα του ψυχισμού και των συμπεριφορών τους που παραμένουν αναλλοίωτα διαχρονικά.
Το θέμα είναι αν αντέχεις να το ξαναδείς και όχι αν θα το δεις το έργο του Ο’ Νηλ. Όλοι μας βγαίνοντας για θέατρο, πάμε να δούμε κάτι, για να γελάσουμε, για να ξεχάσουμε…
Εδώ δεν θα ξεχαστούμε, είναι το μόνο σίγουρο. Αν θες να αγκαλιάσεις και να ταυτιστείς με οποιονδήποτε χαρακτήρα ή στοιχείο του έργου, θα βρεις κομμάτι σου. Αν κοιτάξεις μέσα σου, ότι αντικρίσεις είναι κομμάτι σκηνών που θα αντιμετωπίσεις ερχόμενος στην παράσταση. Ίσως σε μια πιο τραγική δομή αλλά είναι αυτά που κουβαλάμε όλοι μας. Το θέμα είναι τι τα κάνεις όλα αυτά, πώς τα διαχειρίζεσαι. Αξίζει να δεις λοιπόν ένα ταξίδι μέσα στις ανθρώπινες ψυχές που δεν είναι άσπρες ή μαύρες, αλλά κάποτε γκριζάρουν στο ενδιάμεσο, άλλοτε είναι απόλυτα μονόχρωμες.
- Μοιράζεσαι τη σκηνή με την Βέρα Κρούσκα και τον Τάκη Χρυσικάκο, δυο βαριά ονόματα της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου κι όχι μόνο…
Νιώθω ότι μου δόθηκε πολύ μεγάλη ευκαιρία να συνυπάρξω μαζί τους στη σκηνή και για τα χρόνια που μετρούν στο θέατρο και για τις πολύτιμες εμπειρίες τους που κατατίθενται ως δώρα σε μας κάθε λεπτό.
Μαθαίνεις διαρκώς κοντά τους, παίρνεις πληροφορία, τρόπους, τεχνικές, στιγμές. Ευτυχώς περάσαμε πολύ γρήγορα απ’ τον σκόπελο του δέους των ονομάτων τους, στην ουσία της συνεργασίας μας και αυτό το μαζί που κατορθώσαμε κρύβει την φροντίδα τους, τις γνώσεις τους, προτάσεις εξαιρετικές που μόνο υποστηρικτικές μπορεί να είναι. Τελικά άσχετα με την ηλικία, τις καριέρες, την εμπειρία, αυτό που μένει είναι οι καλές συνεργασίες κι η καλή διάθεση. Αυτό είναι το παν.
- Ένα έργο δωματίου, πώς σκέφτεσαι πως θα συμβεί να παιχθεί σε εξωτερικούς χώρους; Δεν είναι από μόνος του αυτός ένας ισχυρός βαθμός δυσκολίας; Πώς θα περάσει στο κοινό;
Νομίζω θα φανεί στο χειροκρότημα.
Προφανώς εμπιστεύομαι το όραμα και το όλο εγχείρημα, αλλά για την επιτυχία του χρειάζεται διάδραση. Θέλει δηλαδή κι εμάς να το πιστέψουμε και το κοινό επίσης. Ενέχει ρίσκο, αλλά αυτή είναι και η σαγήνη της πρόκλησης. Με προβληματίζει, αλλά έχω τη πίστη ότι οι άνθρωποι που θα έρθουν να μας δουν θα είναι απαλλαγμένοι από την προκατάληψη του χώρου. Μακάρι να αφεθούν, να νιώσουν ότι με αγάπη και μεράκι εμψυχώνουμε σε ένα παγκόσμια κορυφαίο έργο.
- Μετά την στέρηση των παραστατικών τεχνών πώς φαντάζεσαι το κοινό σας τον Ιούλιο;
Πεινασμένο, με υψηλότερες προδιαγραφές και ίσως λίγο άγαρμπο στην απολυτότητα των απαιτήσεών του. Βγαίνει απ΄την παιδωμή της καραντίνας, ήταν μακροσκελής, επίπονη για όλους διαδικασία και εικάζω ότι θα θέλει να δει κάτι που θα τον καλύψει πλήρως, θα τον ψυχαγωγήσει στα μέτρα και σταθμά που όρισε και θα απαιτεί προς την κατεύθυνση αυτή.
Από την άλλη υπάρχει το έκδοχο επειδή ακριβώς σώθηκε απ’ την λαίλαπα του covid που την προσομοιάζω κάτι σαν ηφαίστειο που εξερράγη απ’ το πουθενά, θα είναι πιο δεκτικοί και ανεκτικοί. Έχοντας να καλύψουν την ανάγκη για θέατρο που έχει ξεχειλώσει με την καταπίεση, πιστεύω ότι θα έχουν καλύτερη αποδοχή, θα είναι ενδεχόμενα πιο ανοιχτοί σε ερεθίσματα δίχως επικριτικές τάσεις.
- Βρίσκεις υποθετικά κάπου τον Ευγένιο Ο’ Νηλ, τί του λες;
Aχ Ευγένιε, τι πέρασες και συ… (αυτή είναι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο νου να ξεστομίσω).
Σύνταξη - Επιμέλεια: Χρύσα Σάμου