Δυο αλήτες, ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν, καθισμένοι σ' έναν έρημο δρόμο, περιμένουν κάποιον κ. Γκοντό, ο οποίος σε ακαθόριστο παρελθόν και σε ακαθόριστες συνθήκες, τους έχει δώσει ένα αβέβαιο ραντεβού, σ' έναν αόριστο τόπο και χρόνο. Η αναμονή τους συνοδεύεται από ένα θρυμματισμένο, ασυνάρτητο διάλογο και μια αδιάκοπη φλυαρία, η μονοτονία της οποίας διακόπτεται από την παρέμβαση δυο άλλων προσώπων, ενός πλούσιου αφέντη και του άθλιου δούλου του. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα αγόρι που αναγγέλλει πως ο Γκοντό δεν θα έρθει απόψε, αλλά το επόμενο βράδυ, ο οποίος όμως τελικά δεν έρχεται ποτέ. Η μάταιη προσμονή του μυστηριώδους και αφανούς Γκοντό αποδεικνύει ότι, όπως και χθες, έτσι και σήμερα, το πιθανότερο και αύριο, τίποτα δεν θα γίνει, τίποτα δεν θ' αλλάξει.. Κι όμως, η προσδοκία κάποιου σημαντικού γεγονότος, που εκπροσωπεί ο Γκοντό και που θα δώσει παρηγοριά στο πρόβλημα της ύπαρξης, γεμίζει τον άνθρωπο με αγωνία και ελπίδα, ο οποίος νιώθει πως δεν του απομένει τίποτε άλλο από το να περιμένει.